Αγαπητοί μου αδελφοί, και πάλιν φέτος, μετά την κατανυκτική Μεγάλη Εβδομάδα, αξιωθήκαμε να πανηγυρίσουμε λαμπρώς την εορτή της Αναστάσεως του Χριστού. Δεν είναι μόνον γεγονός της άνοιξης, ούτε ένα πολιτιστικό γεγονός, αλλά κατ εξοχήν εκκλησιαστικό, θεολογικό και ανθρώπινο, αφού αναφέρεται στην ελπίδα της δικής μας αναστάσεως. Πράγματι, ο Χριστός, ο οποίος, κατά τον Απόστολο Παύλο, είναι «αρχηγός της πίστεως και τελειωτής μας». Αλλά ταυτοχρόνως και η Κεφαλή της Εκκλησίας μας, αναστήθηκε τρεις ημέρες μετά τον θάνατό Του. Όταν κάνουμε λόγο για την Ανάσταση του Χριστού, εννοούμε την ανάσταση του Σώματός Του που είχε πεθάνει στον Σταυρό.
Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο Χριστός από την στιγμή της συλλήψεως προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την καθαρά και αγία, αλλά με την φθαρτότητα και την θνητότητα, προκειμένου να νικήση τον θάνατο και την φθορά. Έτσι, κατά την μαρτυρία των αγίων Αποστόλων και την επιβεβαίωση της Εκκλησίας μας, την τρίτη ημέρα, μετά τον θάνατο και τον ενταφιασμό Του, ανέστησε το σώμα Του, με την θεότητά Του. Στην πραγματικότητα η ψυχή Του μαζί με την θεότητα κατέβηκε στον Άδη, και το σώμα Του, μαζί με την θεότητα, παρέμενε στον τάφο, γι’ αυτό και το σώμα Του παρέμεινε άφθαρτο, αδιάλυτο. Αυτό το σώμα αναστήθηκε από την θεότητά Του και έτσι οι Μαθητές, το είδαν, το εψηλάφησαν και βεβαίως «εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον».
Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, η φθορά δεν άγγιξε το σώμα του Χριστού όσο βρισκόταν στον τάφο, γιατί ήταν ενωμένο με την θεότητά Του. Μετά την Ανάστασή Του αποβλήθηκε από το σώμα η φθαρτότητα και η θνητότητα, αλλά το σώμα δεν ετράπη από την οικεία φύση του. Έτσι, το αναστημένο σώμα του Χριστού, καίτοι απέβαλε τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, την θνητότητα και την φθαρτότητα, παρέμεινε σώμα περιγραπτό, ομόθεο, πνευματικό, διήνυε μεγάλες αποστάσεις σε δευτερόλεπτα, εξερχόταν του εσφραγισμένου μνήματος και εισερχόταν κεκλεισμένων των θυρών, τον ανεγνώρισαν οι Μαθητές. Το μεγάλο αυτό γεγονός έγινε στον Χριστό, τον Οποίο πιστεύουμε και τιμούμε αυτές τις ημέρες.
Βεβαίως και στην εποχή του Χριστού, αλλά και δια μέσου των αιώνων υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι αμφισβητούσαν αυτό το γεγονός, αλλά δισεκατομμύρια άνθρωποι το πίστευσαν και εβεβαίωσαν προσωπικά, δίνοντας αυτήν την μαρτυρία της εκ νεκρών αναστάσεως και υφιστάμενοι το μαρτύριο. Πως, άλλωστε, εξηγείται το ότι εκατομμύρια μάρτυρες ομολόγησαν αυτήν την αλήθεια και θυσίασαν και αυτήν την ζωή τους; Η Ανάσταση του Χριστού, δηλαδή η ανάσταση του σώματος του Χριστού, είναι το βασικότερο σημείο της πίστεώς μας. Δεν μπορεί να είναι κανείς Χριστιανός, όταν αρνείται αυτό το βασικό γεγονός. Ο Απόστολος Παύλος ομολογεί: «ει Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών» και τότε είμαστε«ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων».
Μάλιστα, στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε «και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Ως μέλη της Εκκλησίας, που είμαστε συγχρόνως μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, καθημερινώς αποκτούμε βεβαιότητα αυτής της Αναστάσεώς Του. Και αυτό γιατί κάθε φορά που κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, κοινωνούμε του αναστημένου Σώματός Του, που έχει χαρακτηρισθή«φάρμακον αθανασίας». Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να υπερβούμε όλα τα προβλήματα της φθαρτότητος και της θνητότητος του ανθρωπίνου βίου μας. Έπειτα, στην Εκκλησία έχουμε τα ιερά λείψανα των αγίων που είναι τα πραγματικά μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, αφού οι άγιοι ενώθηκαν με τον Χριστό.
Βεβαίως, κάνοντας λόγο για λείψανα των αγίων, εννοούμε τα λείψανα των μεμαρτυρημένων αγίων μέσα στα οποία κατοικεί το Άγιον Πνεύμα και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, και όχι οποιαδήποτε μέλη, και τα οποία επιβεβαιώνονται από θεολογικά κριτήρια και τελικά από την Εκκλησία και όχι από οποιουσδήποτε μεμονωμένους ανθρώπους. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι το μεγαλύτερο μυστήριο μέσα στους αιώνες είναι η Ανάσταση του Χριστού. Και επειδή η Εκκλησία είναι το πραγματικό Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό είναι ο χώρος των μυστηρίων και των πνευματικών αλλοιώσεων, με τα μυστήρια, την άσκηση και την αγιασμένη ζωή.
Δεν περιμένουμε έξωθεν μαρτυρίες για να πιστεύσουμε στον αναστάντα Χριστό, αλλά έχουμε η μπορούμε να αποκτήσουμε δική μας πείρα ότι ο Χριστός είναι Αναστάς και Κύριος της ζωής και του θανάτου, είναι εκείνος που χαρίζει και στον άνθρωπο την δυνατότητα να απαλλαγή από τα πάθη και τις αδυναμίες του. Τιμούμε, βέβαια, και τους αγίους, που είναι μέλη του Σώματος του Χριστού, αλλά ποτέ αυτοί δεν μπορούν να αντικαταστήσουν και να υποκαταστήσουν τον Χριστό, που είναι η κεφαλή μας και η ζωή μας και στον Οποίο αποδίδουμε την λατρεία μας. Αυτόν τον αναστάντα Χριστό εορτάζουμε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, Αυτόν εορτάζουμε και αυτές τις ημέρες, Αυτόν βιώνουμε όταν μετανοούμε και αγιαζόμαστε.
Αυτόν ακούμε να μας παρηγορή στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας, όταν, δια πρεσβειών των αγίων μας, ιδίως της Θεοτόκου, τον παρακαλούμε να μας βοηθήση, Αυτός είναι η ζωή μας και η ελπίδα μας, Αυτός είναι η πίστη και η προσδοκία μας, Αυτός είναι ο Αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, Αυτόν θα ανυμνούμε στους αιώνες, «συν πάσι τοις αγίοις», αν μας αξιώση αυτής της μεγάλης χαράς. Στον αναστάντα Χριστό πρέπει να πιστεύουμε και να ελπίζουμε και με Αυτόν να ζούμε. Τότε η ζωή μας θα αποκτήση βαθύτατο πνευματικό νόημα.
Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο Χριστός από την στιγμή της συλλήψεως προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την καθαρά και αγία, αλλά με την φθαρτότητα και την θνητότητα, προκειμένου να νικήση τον θάνατο και την φθορά. Έτσι, κατά την μαρτυρία των αγίων Αποστόλων και την επιβεβαίωση της Εκκλησίας μας, την τρίτη ημέρα, μετά τον θάνατο και τον ενταφιασμό Του, ανέστησε το σώμα Του, με την θεότητά Του. Στην πραγματικότητα η ψυχή Του μαζί με την θεότητα κατέβηκε στον Άδη, και το σώμα Του, μαζί με την θεότητα, παρέμενε στον τάφο, γι’ αυτό και το σώμα Του παρέμεινε άφθαρτο, αδιάλυτο. Αυτό το σώμα αναστήθηκε από την θεότητά Του και έτσι οι Μαθητές, το είδαν, το εψηλάφησαν και βεβαίως «εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον».
Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, η φθορά δεν άγγιξε το σώμα του Χριστού όσο βρισκόταν στον τάφο, γιατί ήταν ενωμένο με την θεότητά Του. Μετά την Ανάστασή Του αποβλήθηκε από το σώμα η φθαρτότητα και η θνητότητα, αλλά το σώμα δεν ετράπη από την οικεία φύση του. Έτσι, το αναστημένο σώμα του Χριστού, καίτοι απέβαλε τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, την θνητότητα και την φθαρτότητα, παρέμεινε σώμα περιγραπτό, ομόθεο, πνευματικό, διήνυε μεγάλες αποστάσεις σε δευτερόλεπτα, εξερχόταν του εσφραγισμένου μνήματος και εισερχόταν κεκλεισμένων των θυρών, τον ανεγνώρισαν οι Μαθητές. Το μεγάλο αυτό γεγονός έγινε στον Χριστό, τον Οποίο πιστεύουμε και τιμούμε αυτές τις ημέρες.
Βεβαίως και στην εποχή του Χριστού, αλλά και δια μέσου των αιώνων υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι αμφισβητούσαν αυτό το γεγονός, αλλά δισεκατομμύρια άνθρωποι το πίστευσαν και εβεβαίωσαν προσωπικά, δίνοντας αυτήν την μαρτυρία της εκ νεκρών αναστάσεως και υφιστάμενοι το μαρτύριο. Πως, άλλωστε, εξηγείται το ότι εκατομμύρια μάρτυρες ομολόγησαν αυτήν την αλήθεια και θυσίασαν και αυτήν την ζωή τους; Η Ανάσταση του Χριστού, δηλαδή η ανάσταση του σώματος του Χριστού, είναι το βασικότερο σημείο της πίστεώς μας. Δεν μπορεί να είναι κανείς Χριστιανός, όταν αρνείται αυτό το βασικό γεγονός. Ο Απόστολος Παύλος ομολογεί: «ει Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών» και τότε είμαστε«ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων».
Μάλιστα, στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε «και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Ως μέλη της Εκκλησίας, που είμαστε συγχρόνως μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, καθημερινώς αποκτούμε βεβαιότητα αυτής της Αναστάσεώς Του. Και αυτό γιατί κάθε φορά που κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, κοινωνούμε του αναστημένου Σώματός Του, που έχει χαρακτηρισθή«φάρμακον αθανασίας». Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να υπερβούμε όλα τα προβλήματα της φθαρτότητος και της θνητότητος του ανθρωπίνου βίου μας. Έπειτα, στην Εκκλησία έχουμε τα ιερά λείψανα των αγίων που είναι τα πραγματικά μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, αφού οι άγιοι ενώθηκαν με τον Χριστό.
Βεβαίως, κάνοντας λόγο για λείψανα των αγίων, εννοούμε τα λείψανα των μεμαρτυρημένων αγίων μέσα στα οποία κατοικεί το Άγιον Πνεύμα και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, και όχι οποιαδήποτε μέλη, και τα οποία επιβεβαιώνονται από θεολογικά κριτήρια και τελικά από την Εκκλησία και όχι από οποιουσδήποτε μεμονωμένους ανθρώπους. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι το μεγαλύτερο μυστήριο μέσα στους αιώνες είναι η Ανάσταση του Χριστού. Και επειδή η Εκκλησία είναι το πραγματικό Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό είναι ο χώρος των μυστηρίων και των πνευματικών αλλοιώσεων, με τα μυστήρια, την άσκηση και την αγιασμένη ζωή.
Δεν περιμένουμε έξωθεν μαρτυρίες για να πιστεύσουμε στον αναστάντα Χριστό, αλλά έχουμε η μπορούμε να αποκτήσουμε δική μας πείρα ότι ο Χριστός είναι Αναστάς και Κύριος της ζωής και του θανάτου, είναι εκείνος που χαρίζει και στον άνθρωπο την δυνατότητα να απαλλαγή από τα πάθη και τις αδυναμίες του. Τιμούμε, βέβαια, και τους αγίους, που είναι μέλη του Σώματος του Χριστού, αλλά ποτέ αυτοί δεν μπορούν να αντικαταστήσουν και να υποκαταστήσουν τον Χριστό, που είναι η κεφαλή μας και η ζωή μας και στον Οποίο αποδίδουμε την λατρεία μας. Αυτόν τον αναστάντα Χριστό εορτάζουμε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, Αυτόν εορτάζουμε και αυτές τις ημέρες, Αυτόν βιώνουμε όταν μετανοούμε και αγιαζόμαστε.
Αυτόν ακούμε να μας παρηγορή στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας, όταν, δια πρεσβειών των αγίων μας, ιδίως της Θεοτόκου, τον παρακαλούμε να μας βοηθήση, Αυτός είναι η ζωή μας και η ελπίδα μας, Αυτός είναι η πίστη και η προσδοκία μας, Αυτός είναι ο Αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, Αυτόν θα ανυμνούμε στους αιώνες, «συν πάσι τοις αγίοις», αν μας αξιώση αυτής της μεγάλης χαράς. Στον αναστάντα Χριστό πρέπει να πιστεύουμε και να ελπίζουμε και με Αυτόν να ζούμε. Τότε η ζωή μας θα αποκτήση βαθύτατο πνευματικό νόημα.