Το πιο σπουδαίο όμως, είναι ότι δεν προσέχουμε καθόλου εκείνο το, «ότι εώρακάς Με πεπίστευκας», με το οποίο ο Χριστός απορρίπτει ουσιαστικά τον τύπο αυτό της πίστης του Θωμά, συνακόλουθα και των άλλων δέκα. Όπως επίσης δεν προσέχουμε τη θαυμάσια συνέχεια του λόγου Του,«μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» με την οποία εγκαινιάζει μια πίστη άλλης μορφής, μια πίστη που θα κάλυπτε σε λίγο και τους Μαθητές και όσους θα Τον ακολουθούσαν στο πέρασμα των αιώνων. Για τούτο και δεν καταπιανόμαστε με την πίστη αυτής της μορφής, ούτε και εξετάζουμε πού θα τη βρούμε.
Το πρωταρχικό, κυρίαρχο και απόλυτο γεγονός της παρουσίας του Αναστημένου που αλλάζει όλα τα δεδομένα. Και η αλλαγή αυτή φαίνεται καθαρά από εκείνο το: «εωράκαμεν τον Κύριον» με το οποίο «οι άλλοι μαθηταί» πληροφορούν το Θωμά για την συνάντησή τους με τον Αναστάντα Κύριο από την οποία έλειπε αυτός και του μεταφέρουν τη χαρά τους.
Και που με όλα κατά βάθος είναι σαν να του λένε, «ξαναπήγε στον τόπο της η καρδιά μας», σαν να τον κοινωνούν με μια τέτοια αίσθηση. Κάποιοι θα έλεγαν ότι τους είχε δοθεί προτύπωση, όχι μόνο απλή ενημέρωση, των συνταρακτικά δραματικών όσο και θαυμαστών και παράδοξων, ότι θα έβρισκαν το Χριστό.
Και ήταν τότε που «ην εναντίος ο άνεμος», κι αυτοί παράδερναν στα ανοιχτά τις λίμνης Γεννησαρέτ, «σταδίους πολλούς από γης», σε δεινή θαλασσοταραχή πάνω σ' ένα καραδότσουφλο πλοιάριο, «βασανιζομένων υπό των κυμάτων». Και «την τέταρτη φυλακή της νυκτός», ένας περίπατος του Χριστού πάνω στα αφρισμένα κύματα της θύελλας στάθηκε αρκετός να κοπάσει τον άνεμο και να γαληνέψει μαζί με τη θάλασσα και τη ψυχή τους.
Η τρικυμία από το Σταυρό και το θάνατο του Χριστού είχε λειτουργήσει μέσα τους καταλυτικά, είχε επενεργήσει σαν σεισμός τεκτονικός που τα είχε γκρεμίσει όλα. Είχε κάνει να λησμονηθούν όχι μόνο οι πρόσφατες διαβεβαιώσεις Του πως θα Αναστηθεί, αλλά και όσα θαυμάσια και θαυμαστά είχαν ακούσει και δει κοντά Του τρία ολόκληρα χρόνια.
Για τούτο, έγκλειστοι σε σπίτι φιλικό «δια τον φόβον των Ιουδαίων» φτάνουν να αρνούνται να πιστέψουν το χαρμόσυνο άγγελμα, «Ανέστη ο Κύριος» που τους κομίζουν ασθμαίνουσες πλην περιχαρείς οι Μυροφόρες, οι «από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι» του Υμνογράφου της Εκκλησίας. Θεωρούν το μέγιστο αυτό άγγελμα παραλήρημα αφελών γυναικών, «εφάνησαν ωσεί λήρος τα ρήματα ταύτα» και δεν τις πιστεύουν - «και ηπίστουν αυταίς».
Αλλά και οι δύο της πορείας προς Εμμαούς που συμπορεύονται τόση ώρα με τον Αναστάντα ανάμεσά τους, φτάνουν να Του πετούν κατά πρόσωπο την μαύρη τους απελπισιά πως χάθηκαν όλα πια με Κείνον που, «ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ».
Αυτά οφείλουμε να τα διαβάζουμε προσεκτικά, σχεδόν σαν να ακούμε να ηχούν στα αυτιά μας, για να πιάνουμε το σφυγμό των πραγμάτων, την ατμόσφαιρα που επικράτησε εκείνες τις δραματικές ώρες στο στενό και ευρύ κύκλο των ανθρώπων του Χριστού. Για να βλέπουμε πόσο «ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα» ήταν όλα. Για να μπορούμε έτσι να βλέπουμε την κατοπινή διαφορά, τουτέστιν για να κατανοούμε το θαύμα της μεγάλης αλλαγής που έγινε την Πεντηκοστή στα ίδια αυτά τα πρόσωπα, για να ομολογούμε με τον Απ. Παύλο ότι «και τούτο, δηλαδή η πίστη, ουκ εξ ημών, Θεού το δώρον!»
Για να καταλαβαίνουμε και το λάθος που κάνουμε κατευθύνοντας την προσοχή μας στο παρεμπίπτον περιστατικό της απιστίας του Θωμά και μη επικεντρώνοντάς την στο πρωταρχικό, στο κυρίαρχο, στο απόλυτο γεγονός της παρουσίας του Αναστημένου που αλλάζει όλα τα δεδομένα.
Για να βλέπουμε ότι ο Χριστός δεν απέρριψε ουσιαστικά την απιστία του Θωμά, αλλά τον τύπο της πίστης που ήθελε να εισαγάγει, φυσικά και τον ανάλογο των άλλων. «Ότι εώρακάς Με πεπίστευκας», του είπε, η πίστη σου δεν είναι πίστη, είναι απλή φυσική θέα! Και η απλή φυσική θέα δεν είναι παρά κοινή διαπίστωση και αίσθηση μιας παρουσίας. Η πίστη όμως είναι ένα βαθύ βίωμα που κρατάει ολοζώντανη μέσα μας μια παρουσία και στην απουσία της και δεν χάνει ούτε λεπτό τα παρεπόμενά της.
Κα τα παρεπόμενά της είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο της απουσίας, πράγματα που αποκτούν ιδιαίτερη ως και απόλυτη αξία όταν την απουσία προκάλεσε θύελλα και διωγμός. Η πίστη του Θωμά και των άλλων εκείνη την ώρα ήταν μια πίστη de facto άχρηστη. Είχε νικηθεί από τον πειρασμό του κήπου της Γεθσημανή, αυτόν που υπονοούσε ο Χριστός όταν τους σήκωσε από τον ύπνο και τους είπε: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν». Δεν ξέρει κανείς αν Τον άκουσαν. Τα πράγματα όμως έδειξαν πως βγήκε αληθινή η συνέχεια του λόγου, «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής»!
Γι' αυτό και ‘κείνο το: «ότι εώρακάς Με πεπίστευκας», που απευθύνει τώρα στο Θωμά δείχνοντας και στους άλλους, είναι και κάτι σαν δικαιολογημένο παράπονο και ευδιάκριτη πικρία. Κάτι σαν εκείνο το, «ούτε μίαν ώραν ουκ ισχύσατε γρηγορήσαι μετ' Εμου»! Είναι όμως ο Χριστός που τα λέει αυτά, Αυτός που μπορεί να πηγαίνει και παραπέρα. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Έρχεται μια πίστη άλλης μορφής, αυτή που εγκαινιάζω τώρα, έρχεται η πίστη της δικής Μου ευλογίας. Έρχεται η πίστη που θα ενδυναμώσει και ‘σας και όσους δεν θα Με έχουν δει στο πέρασμα των αιώνων.
Και εδώ είναι το πιο σπουδαίο που δεν το προσέχουμε, ότι σπέρνει αυτή την πίστη ακριβώς και εκείνη την ώρα στην ψυχή τους. «Ειρήνη υμίν...» τους λέει και προχωρεί: «λάβετε Πνεύμα Άγιον»! Εσείς που κυριολεκτικά έχετε καταρρεύσει, εσείς που στείλατε την πίστη στο πρόσωπό Μου, περίπατο. Ακριβώς γι' αυτό! Ιδιαίτερα γι' αυτό! Ήταν βλέπετε και Άνθρωπος ο Χριστός και το ήξερε, δεν τα αντέχει αυτά τα πράγματα η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης.
Εκείνο που κρατάει κάποιον πιστό σε πρόσωπα μεγάλης ελπίδας και προσδοκίας είναι η δωρεά της ειρήνης του Χριστού, της χάρης του Πνεύματος του Αγίου. Η εκπληκτική χωρίς όρους και όρια Αγάπη του Θεού, που αποκαλύφτηκε στο πρόσωπο και στο έργο του Χριστού, αυτή η ανερμήνευτη μεγαλοσύνη της θείας πρωτοβουλίας. Που περιμένει το «ναι» της ελευθερίας της φύσης μας, ένα νεύμα κατάφασης, ακόμα και όταν όλα έχουν καταρεύσει. Ακόμα και όταν έχει βυθιστεί κανείς στα βάραθρα της αμαρτίας. Το διαβεβαιώνει με τον Απόστολο, «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις»!
Περιμένει να ακούσει από τον όποιο άνθρωπο, «Σε εμπιστεύομαι Χριστέ, κι ας μη σε έχω ούτε μια φορά αντικρίσει». Εμπιστεύομαι την απεραντοσύνη της Αγάπης, που Εσύ μόνο ξέρεις να δείχνεις. «Έρχου, λοιπόν, Κύριε Ιησού Χριστέ» με τα δώρα της ειρήνης και της χάρης Σου, στύλωσε και τα παραμελημένα γόνατα της δικής μου απιστίας μεταποιώντας την σε πίστη αληθινή.
Αυτά αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, που πάει να περάσει η πίστη σαν «γυμναστική του νου», σαν τελικό συμπέρασμα μιας αλυσιδωτής σειράς συλλογισμών. Αυτά αποκτούν ξεχωριστή σημασία σε εποχή μεγάλου κενού και «μεταμοντέρνου χάους». Και είναι τόσο αληθινός ο λόγος του Δανού χριστιανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκααρτ πως: «ο Θεός δεν είναι μια ιδέα που την αποδεικνύουμε, είναι ένα Πρόσωπο σε σχέση με το Οποίο ζούμε».
Για τούτο η πίστη που ζητάει να δει «τύπους των ήλων» ή «να βάλει το δάκτυλο στην πληγή της πλευράς του Χριστού», δεν είναι πίστη αληθινή, δεν είναι χριστιανική πίστη, είναι κοινή αίσθηση, απλή γνώση και εμπειρία. Δεν δέχτηκε την ειρήνη του Χριστού, ούτε τη Χάρη του Πνεύματος του Αγίου. Δεν τρέφεται με «Σώμα και Αίμα Χριστού», αλλά με τα ξυλοκέρατα που δεν χόρταιναν την πείνα του ασώτου. Για τούτο και δεν έχει «ζωή και περισσόν ζωής», ζωή με το παραπάνω, ζωή που νικάει το θάνατο. Γι' αυτό μπορεί να βλέπει να γίνονται μπροστά στα μάτια της θαύματα και να τα αποδίδει, καθώς τότε οι Φαρισαίοι στον «Βεελζεβούλ τον άρχοντα των δαιμονίων».
Η πίστη είναι δωρεά της ειρήνης του Χριστού και της Χάρης του Πνεύματος του Αγίου και δεν έχει ανάγκη ούτε να δει ούτε να πιάσει κάτι. Βλέπει διάχυτη την αβυσσαλέα αγάπη του Θεού και το λαλεί και το φωνάζει, «κατενόησα τα έργα Σου και εδόξασά Σου την θεότητα»! Την Τριαδική θεότητα που «Αγάπη εστί»! Για τούτο είναι πίστη ζωντανή και μένει ακλόνητη στην απουσία, ιδιαίτερα αν αυτή την προκάλεσε η όποιας μορφής και έντασης θύελλα ή μπόρα. Και έτσι είναι άξια του υπέροχου μακαρισμού του Κυρίου: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Η αλήθεια αυτών φαίνεται καθαρά από την στάση των ίδιων αυτών Μαθητών μετά την Πεντηκοστή, από την ανάλογη στάση της χρυσής αλυσίδας των μαρτύρων και των αγίων της Εκκλησίας στους αιώνες των αιώνων. Η χριστιανική πίστη είναι δωρεά της ειρήνης του Χριστού, της Χάρης του Πνεύματος του Αγίου. Δικός μας μερτικό, η απιστία της πίστης μας - από την εκπληκτικά εκφραστική κραυγή του πατέρα του δαιμονιζόμενου νέου: «Πιστεύω Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία». Και η ολοκλήρωση έρχεται από την ωραία παράκληση των Mαθητών: «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν»!
Το πρωταρχικό, κυρίαρχο και απόλυτο γεγονός της παρουσίας του Αναστημένου που αλλάζει όλα τα δεδομένα. Και η αλλαγή αυτή φαίνεται καθαρά από εκείνο το: «εωράκαμεν τον Κύριον» με το οποίο «οι άλλοι μαθηταί» πληροφορούν το Θωμά για την συνάντησή τους με τον Αναστάντα Κύριο από την οποία έλειπε αυτός και του μεταφέρουν τη χαρά τους.
Και που με όλα κατά βάθος είναι σαν να του λένε, «ξαναπήγε στον τόπο της η καρδιά μας», σαν να τον κοινωνούν με μια τέτοια αίσθηση. Κάποιοι θα έλεγαν ότι τους είχε δοθεί προτύπωση, όχι μόνο απλή ενημέρωση, των συνταρακτικά δραματικών όσο και θαυμαστών και παράδοξων, ότι θα έβρισκαν το Χριστό.
Και ήταν τότε που «ην εναντίος ο άνεμος», κι αυτοί παράδερναν στα ανοιχτά τις λίμνης Γεννησαρέτ, «σταδίους πολλούς από γης», σε δεινή θαλασσοταραχή πάνω σ' ένα καραδότσουφλο πλοιάριο, «βασανιζομένων υπό των κυμάτων». Και «την τέταρτη φυλακή της νυκτός», ένας περίπατος του Χριστού πάνω στα αφρισμένα κύματα της θύελλας στάθηκε αρκετός να κοπάσει τον άνεμο και να γαληνέψει μαζί με τη θάλασσα και τη ψυχή τους.
Η τρικυμία από το Σταυρό και το θάνατο του Χριστού είχε λειτουργήσει μέσα τους καταλυτικά, είχε επενεργήσει σαν σεισμός τεκτονικός που τα είχε γκρεμίσει όλα. Είχε κάνει να λησμονηθούν όχι μόνο οι πρόσφατες διαβεβαιώσεις Του πως θα Αναστηθεί, αλλά και όσα θαυμάσια και θαυμαστά είχαν ακούσει και δει κοντά Του τρία ολόκληρα χρόνια.
Για τούτο, έγκλειστοι σε σπίτι φιλικό «δια τον φόβον των Ιουδαίων» φτάνουν να αρνούνται να πιστέψουν το χαρμόσυνο άγγελμα, «Ανέστη ο Κύριος» που τους κομίζουν ασθμαίνουσες πλην περιχαρείς οι Μυροφόρες, οι «από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι» του Υμνογράφου της Εκκλησίας. Θεωρούν το μέγιστο αυτό άγγελμα παραλήρημα αφελών γυναικών, «εφάνησαν ωσεί λήρος τα ρήματα ταύτα» και δεν τις πιστεύουν - «και ηπίστουν αυταίς».
Αλλά και οι δύο της πορείας προς Εμμαούς που συμπορεύονται τόση ώρα με τον Αναστάντα ανάμεσά τους, φτάνουν να Του πετούν κατά πρόσωπο την μαύρη τους απελπισιά πως χάθηκαν όλα πια με Κείνον που, «ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ».
Αυτά οφείλουμε να τα διαβάζουμε προσεκτικά, σχεδόν σαν να ακούμε να ηχούν στα αυτιά μας, για να πιάνουμε το σφυγμό των πραγμάτων, την ατμόσφαιρα που επικράτησε εκείνες τις δραματικές ώρες στο στενό και ευρύ κύκλο των ανθρώπων του Χριστού. Για να βλέπουμε πόσο «ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα» ήταν όλα. Για να μπορούμε έτσι να βλέπουμε την κατοπινή διαφορά, τουτέστιν για να κατανοούμε το θαύμα της μεγάλης αλλαγής που έγινε την Πεντηκοστή στα ίδια αυτά τα πρόσωπα, για να ομολογούμε με τον Απ. Παύλο ότι «και τούτο, δηλαδή η πίστη, ουκ εξ ημών, Θεού το δώρον!»
Για να καταλαβαίνουμε και το λάθος που κάνουμε κατευθύνοντας την προσοχή μας στο παρεμπίπτον περιστατικό της απιστίας του Θωμά και μη επικεντρώνοντάς την στο πρωταρχικό, στο κυρίαρχο, στο απόλυτο γεγονός της παρουσίας του Αναστημένου που αλλάζει όλα τα δεδομένα.
Για να βλέπουμε ότι ο Χριστός δεν απέρριψε ουσιαστικά την απιστία του Θωμά, αλλά τον τύπο της πίστης που ήθελε να εισαγάγει, φυσικά και τον ανάλογο των άλλων. «Ότι εώρακάς Με πεπίστευκας», του είπε, η πίστη σου δεν είναι πίστη, είναι απλή φυσική θέα! Και η απλή φυσική θέα δεν είναι παρά κοινή διαπίστωση και αίσθηση μιας παρουσίας. Η πίστη όμως είναι ένα βαθύ βίωμα που κρατάει ολοζώντανη μέσα μας μια παρουσία και στην απουσία της και δεν χάνει ούτε λεπτό τα παρεπόμενά της.
Κα τα παρεπόμενά της είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο της απουσίας, πράγματα που αποκτούν ιδιαίτερη ως και απόλυτη αξία όταν την απουσία προκάλεσε θύελλα και διωγμός. Η πίστη του Θωμά και των άλλων εκείνη την ώρα ήταν μια πίστη de facto άχρηστη. Είχε νικηθεί από τον πειρασμό του κήπου της Γεθσημανή, αυτόν που υπονοούσε ο Χριστός όταν τους σήκωσε από τον ύπνο και τους είπε: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν». Δεν ξέρει κανείς αν Τον άκουσαν. Τα πράγματα όμως έδειξαν πως βγήκε αληθινή η συνέχεια του λόγου, «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής»!
Γι' αυτό και ‘κείνο το: «ότι εώρακάς Με πεπίστευκας», που απευθύνει τώρα στο Θωμά δείχνοντας και στους άλλους, είναι και κάτι σαν δικαιολογημένο παράπονο και ευδιάκριτη πικρία. Κάτι σαν εκείνο το, «ούτε μίαν ώραν ουκ ισχύσατε γρηγορήσαι μετ' Εμου»! Είναι όμως ο Χριστός που τα λέει αυτά, Αυτός που μπορεί να πηγαίνει και παραπέρα. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Έρχεται μια πίστη άλλης μορφής, αυτή που εγκαινιάζω τώρα, έρχεται η πίστη της δικής Μου ευλογίας. Έρχεται η πίστη που θα ενδυναμώσει και ‘σας και όσους δεν θα Με έχουν δει στο πέρασμα των αιώνων.
Και εδώ είναι το πιο σπουδαίο που δεν το προσέχουμε, ότι σπέρνει αυτή την πίστη ακριβώς και εκείνη την ώρα στην ψυχή τους. «Ειρήνη υμίν...» τους λέει και προχωρεί: «λάβετε Πνεύμα Άγιον»! Εσείς που κυριολεκτικά έχετε καταρρεύσει, εσείς που στείλατε την πίστη στο πρόσωπό Μου, περίπατο. Ακριβώς γι' αυτό! Ιδιαίτερα γι' αυτό! Ήταν βλέπετε και Άνθρωπος ο Χριστός και το ήξερε, δεν τα αντέχει αυτά τα πράγματα η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης.
Εκείνο που κρατάει κάποιον πιστό σε πρόσωπα μεγάλης ελπίδας και προσδοκίας είναι η δωρεά της ειρήνης του Χριστού, της χάρης του Πνεύματος του Αγίου. Η εκπληκτική χωρίς όρους και όρια Αγάπη του Θεού, που αποκαλύφτηκε στο πρόσωπο και στο έργο του Χριστού, αυτή η ανερμήνευτη μεγαλοσύνη της θείας πρωτοβουλίας. Που περιμένει το «ναι» της ελευθερίας της φύσης μας, ένα νεύμα κατάφασης, ακόμα και όταν όλα έχουν καταρεύσει. Ακόμα και όταν έχει βυθιστεί κανείς στα βάραθρα της αμαρτίας. Το διαβεβαιώνει με τον Απόστολο, «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις»!
Περιμένει να ακούσει από τον όποιο άνθρωπο, «Σε εμπιστεύομαι Χριστέ, κι ας μη σε έχω ούτε μια φορά αντικρίσει». Εμπιστεύομαι την απεραντοσύνη της Αγάπης, που Εσύ μόνο ξέρεις να δείχνεις. «Έρχου, λοιπόν, Κύριε Ιησού Χριστέ» με τα δώρα της ειρήνης και της χάρης Σου, στύλωσε και τα παραμελημένα γόνατα της δικής μου απιστίας μεταποιώντας την σε πίστη αληθινή.
Αυτά αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, που πάει να περάσει η πίστη σαν «γυμναστική του νου», σαν τελικό συμπέρασμα μιας αλυσιδωτής σειράς συλλογισμών. Αυτά αποκτούν ξεχωριστή σημασία σε εποχή μεγάλου κενού και «μεταμοντέρνου χάους». Και είναι τόσο αληθινός ο λόγος του Δανού χριστιανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκααρτ πως: «ο Θεός δεν είναι μια ιδέα που την αποδεικνύουμε, είναι ένα Πρόσωπο σε σχέση με το Οποίο ζούμε».
Για τούτο η πίστη που ζητάει να δει «τύπους των ήλων» ή «να βάλει το δάκτυλο στην πληγή της πλευράς του Χριστού», δεν είναι πίστη αληθινή, δεν είναι χριστιανική πίστη, είναι κοινή αίσθηση, απλή γνώση και εμπειρία. Δεν δέχτηκε την ειρήνη του Χριστού, ούτε τη Χάρη του Πνεύματος του Αγίου. Δεν τρέφεται με «Σώμα και Αίμα Χριστού», αλλά με τα ξυλοκέρατα που δεν χόρταιναν την πείνα του ασώτου. Για τούτο και δεν έχει «ζωή και περισσόν ζωής», ζωή με το παραπάνω, ζωή που νικάει το θάνατο. Γι' αυτό μπορεί να βλέπει να γίνονται μπροστά στα μάτια της θαύματα και να τα αποδίδει, καθώς τότε οι Φαρισαίοι στον «Βεελζεβούλ τον άρχοντα των δαιμονίων».
Η πίστη είναι δωρεά της ειρήνης του Χριστού και της Χάρης του Πνεύματος του Αγίου και δεν έχει ανάγκη ούτε να δει ούτε να πιάσει κάτι. Βλέπει διάχυτη την αβυσσαλέα αγάπη του Θεού και το λαλεί και το φωνάζει, «κατενόησα τα έργα Σου και εδόξασά Σου την θεότητα»! Την Τριαδική θεότητα που «Αγάπη εστί»! Για τούτο είναι πίστη ζωντανή και μένει ακλόνητη στην απουσία, ιδιαίτερα αν αυτή την προκάλεσε η όποιας μορφής και έντασης θύελλα ή μπόρα. Και έτσι είναι άξια του υπέροχου μακαρισμού του Κυρίου: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Η αλήθεια αυτών φαίνεται καθαρά από την στάση των ίδιων αυτών Μαθητών μετά την Πεντηκοστή, από την ανάλογη στάση της χρυσής αλυσίδας των μαρτύρων και των αγίων της Εκκλησίας στους αιώνες των αιώνων. Η χριστιανική πίστη είναι δωρεά της ειρήνης του Χριστού, της Χάρης του Πνεύματος του Αγίου. Δικός μας μερτικό, η απιστία της πίστης μας - από την εκπληκτικά εκφραστική κραυγή του πατέρα του δαιμονιζόμενου νέου: «Πιστεύω Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία». Και η ολοκλήρωση έρχεται από την ωραία παράκληση των Mαθητών: «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν»!