Ὁ Οἰκουμενισμός, ὡς ἕνα ἀκόμα φαινόμενο θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, προάγεται στίς μέρες μας, συστηματικῶ τῷ τρόπω, μέσω τῶν διαφόρων οἰκουμενιστικῶν ἐνεργειῶν τῶν «ὀρθοδόξων» νεοημερολογιτῶν ἐπισκόπων, τίς ὁποῖες βλέπουμε ἀφειδῶς καί ἐλαφρά τή καρδία, νά ἐφαρμόζονται. Βασίζονται δέ στήν πατριαρχική ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἡ ὁποία δικαίως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ καταστατικός χάρτης τῆς διαχριστιανικῆς παγκοσμιοποιήσεως, διότι σέ αὐτήν περιλαμβάνονται δέκα (10) σαφεῖς μέθοδοι αὐτομάτου προσεγγίσεως καί ἑνώσεως τῶν λεγομένων «Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» μέ μόνη προϋπόθεση τήν πίστη γενικά στόν Χριστό, δίχως νά ἔχει σημασία τό ἀκριβές της περιεχόμενο, δηλαδή χωρίς νά ἐξετάζονται οἱ δογματικές διαφοροποιήσεις καί οἱ λόγοι χωρισμοῦ. Δηλαδή μία πανομολογιακή συγκόλληση.
Τό δέ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ἤ μήπως αἱρέσεων;), τοῦ ὁποίου ἰδρυτικά μέλη εἶναι καί ὀρθόδοξες (κατ’ όνομα μόνο..) Ἐκκλησίες καί Πατριαρχεῖα, εἶναι τό βασικό ὄργανο προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί γιά συμμετοχή σ’ αὐτό, προϋποθέτει ἐνστερνισμό προτεσταντικῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν ἀσύμβατων πρός τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία. Οἱ Ὀρθόδοξοι, μετά τήν Γενική Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχί (1961) συμμετέχουν πλέον ὡς μειοψηφία στά συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε. καί δέν μποροῦν νά ἐπηρεάσουν ἀποτελεσματικά τήν γραμμή καί τίς ἀποφάσεις του, οὔτε νά δώσουν οὐσιαστική Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ἔφ ὅσον δέν τούς ἐπιτρέπεται πλέον νά καταθέτουν ἰδιαιτέρα δήλωσι ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δηλαδή οἱ Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες συμμετέχουν πλέον ὡς παραφυάδες (denominations) τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δηλαδή τίποτε περισσότερο ἀπό θέσεις στόν κατάλογο τοῦ Π.Σ.Ε., ἀνάμεσά σε αἱρετικές ὁμάδες – τά μυστήρια τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζουν ὡς έχοντα μεταδίδοντα ἁγιαστική καί σώζουσα Χάρη – και μάλιστα πολλές ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀριθμοῦν περισσοτέρους ἀπό 10.000 - 20.000 ὀπαδούς.
Ἐκεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἔχοντας ἐκχωρήσει τήν μοναδικότητα ἀληθείας καί σωτηρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρέσεων καί παραθρησκείας, μαζί μέ τίς λοιπές «χριστιανικές» ἀντιπροσωπεῖες καί τίς παρασυναγωγές αἱρετικῶν, παρακαλοῦν τό... Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά τούς θεραπεύσει καί νά τούς συμφιλιώσει! Ποιό εἶναι αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα; ἀπό τί καί πῶς θά τούς θεραπεύσει; ποιούς και μέ ποιούς θά τούς συμφιλιώσει μέσα σέ αὐτή τήν βαβυλωνία τῆς δαιμονικῆς συγχύσεως;
Ὁμιλοῦν «γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς Ἐκκλησιολογίας» ἐννοώντας συμμόρφωση στόν δογματικό πλουραλισμό καί στήν ἠθική ἀνεκτικότητα. Καί λέγοντας ἠθική ἀνεκτικότητα, ἐννοεῖται ὅτι μποροῦν νά συμπροσεύχονται μαζί μέ ὅλες τίς αἱρέσεις, τίς ἐπισκοπίνες, τίς παπαδίνες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες δημόσια διακηρύττουν τή λεσβιακή τους «ἰδιαιτερότητα», «νά γιορτάσουν τήν ἑνότητά τους ἐν Χριστῷ καί τή δοσμένη ἀπό τό Θεό ποικιλία τους» καί νά διατρανώνουν τήν «διαφορετικότητά» τους.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική. Τό ἦθος τῆς εἶναι πάντοτε καί ἀναλλοιώτως τό εὐαγγελικό ἦθος. Οἱ ἁμαρτίες τῶν μελῶν της δέν προσβάλλουν οὔτε τήν μοναδικότητά της, οὔτε τήν ἁγιότητά της, ἐπειδή αὐτές οἱ ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τήν μοναδικότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς αἰωνίας Κεφαλῆς της, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ δογματική πολυδιάσπασις, ποῦ συντηρεῖται στό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἀποτελεῖ κεντρικό ἄξονα γιά τήν ὕπαρξί του, εἶναι ἡ καλλιτέρα ἀπόδειξις ὅτι ἡ ἐπιζητουμένη ἴασις καί συμφιλίωσις δέν πρόκειται νά εἶναι οὔτε ἐν Χριστῷ οὔτε διά Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἔφ. δ’,5) συνιστᾶ θεμελιώδη ὄρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, στόν ὁποῖο δέν ἀνταποκρίνεται ἡ προτεσταντική προσδοκία.
Ἅς γνωρίζουν ὅμως ὅτι ὑπάρχουν ὅρια στήν οἰκονομία καί στήν ὑπομονή μας· ὅρια ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλά «ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο». Οἱ Ἱεροί Κανόνες ὁρίζουν:
Κανών ι’, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων: Εἰ τίς ἀκοινωνήτω, κάν ἐν οἴκω συνεύξηται οὗτος ἀφοριζέσθω (Πηδάλιον ἔκδ. Ἀστήρ 1976).
Κανών με’, Ἁγίων Ἀποστόλων: Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τί, καθαιρείσθω (ἐν. ἄν. σέλ 50).
Κανών λγ’ καί ς’, τῆς ἐν Λαοδικεία τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (ἐν.ἄν. σέλ. 433), «μή συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τή αἱρέσει» (ἐν.ἄν. σέλ. 422).
Ἐρώτησις Θ΄ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας: Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἤ ἄλλων αἱρετικῶν; ἤ οὐδέν αὐτόν βλάπτει, ὁπόταν αὐτός ποιῆ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν; Ἀπόκρισις: Ἐν τῇ θεία ἀναφορά ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρό τοῦ ἀσπασμοῦ. «Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε». Οὐκ ὀφείλουσιν οὔν παρεῖναι, εἰ μή ἄν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καί ἐκφεύγειν τήν αἵρεσιν. Ἑρμηνεία: …ἀποκρίνεται, ὅτι ἐν τῷ καιρῶ τῆς ἱερουργίας ὁ Διάκονος φωνάζει νά ἔκβουν ἔξω του ναοῦ ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι, λέγων· Ὅσοι Κατηχούμενοι προέλθετε (τοῦτο γάρ δηλοί το, οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε). Ἀνίσως λοιπόν ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι δέν συγχωροῦνται νά σταθοῦν ἐν τῷ καιρῶ, ὅταν γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, πόσω μᾶλλον αἱρετικοί; ἔξω μόνον, ἄν ὑποσχωνται νά μετανοήσουν καί νά φύγουν ἀπό τήν αἵρεσιν· πλήν καί τότε πάλιν δέν πρέπει νά ἀφήνωνται μέσα εἰς τόν ναόν, ἀλλά νά στέκωνται ἔξω μέ τούς Κατηχουμένους. Εἰ δέ τοιουτοτρόπως δέν ὑπόσχονται, οὐδέ μέ τούς Κατηχουμένους συγχωροῦνται νά στέκουν, ἀλλά νά ἀποδιώκωνται κατά τόν Βαλσαμῶνα (ἐν. ἄν. σέλ 670).
Ἐπίσης κανόνες: ια’, ιβ’ καί ιγ’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, β΄τῆς ἐν Ἀντιοχεία, θ’, λβ’, καί λζ’ τῆς ἐν Λαοδικεία -γιά τά δῶρα καί τούς συνεορτασμούς.
Τέλος θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε τούς τόσο βαρυσήμαντους 9ο, 10ο καί 11ο στίχους τῆς Β’ ἐπιστολῆς Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ. Στό 10ο στίχο ἀπαγορεύει ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης στόν κάθε χριστιανό ἀκόμα καί νά χαιρετᾶ τόν αἱρετικό «καί χαίρειν αὐτῶ μή λέγετε». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τονίζει ὅτι ὁ ἠγαπημένος, ἐπιστήθιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ βγαίνοντας ἀπό δημόσιο χῶρο μαζί μέ ἕνα πνευματικό του παιδί ἐξέφρασε τόν ἀποτροπιασμό του στή θέα τοῦ αἱρετικοῦ Κηρίνθου λέγοντας: «πᾶμε γρήγορα, παιδί μου, νά φύγουμε μήπως πέσει ἡ σκεπή καί μᾶς πλακώσει». Ποιός ἀπό μᾶς μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι μέσα στήν καρδιά τοῦ ἔχει πλουσιότερη ἀγάπη ἀπό τό μαθητή τῆς ΑΓΑΠΗΣ;
Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες δέν εἶναι ἀθεολόγητα νομοτεχνικά κείμενα, ἀλλά ἐκφράζουν τήν Ὀρθόδοξο θεολογία καί ἐκκλησιολογία. Ἡ μυστηριακή κοινωνία καί ἡ «κοινωνία ἐν ταῖς προσευχαῖς» προϋποθέτουν τήν κοινή πίστι. Εἶναι ὁ καρπός τῆς ἑνότητος ἐν τῇ πίστει καί ὄχι ἡ ὁδός γιά νά φθάσουμε σέ αὐτήν. Ἀκόμη οἱ ἱεροί Κανόνες ἀσφαλίζουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή συγχέεται μέ τίς αἱρέσεις καί τίς ἐτεροδιδασκαλίες.
Ὑπάρχουν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ἐσφαλμένως ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί ἔχουν «καιρικό» χαρακτήρα καί γι’ αὐτό σήμερα δέν ἰσχύουν. Οἱ ἐν λόγω κύριοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι νά προσβάλουν καί νά θυσιάζουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στόν βωμό τῶν διαφόρων κοσμικῶν καί κοινωνικῶν τους σκοπιμοτήτων, ἀσελγώντας ἐτσιθελικά σέ ὅ,τι ἱερώτερο καί πολυτιμώτερο ἔχει ὁ ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός. Πιθανόν γι’ αὐτούς ὁ θησαυρός τῆς Ὀρθοδοξίας, νά μή σημαίνει τίποτε ἄλλο παρά ἐμπόρευμα γιά ἀνταλλαγή ἤ ὑλικό γιά μαγείρεμα στό ἀκάθαρτο τσουκάλι τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἡ Νέα αὐτή Ἐποχή τόσο σέ πολιτικοοικονομικό ὅσο καί σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο, δέν ἐπιθυμεῖ τόσο νά γκρεμίσει τήν Ἐκκλησία καί τίς ἐκκλησίες (ναούς), ὅσο ἐπιθυμεῖ νά μετατρέψει τήν Ἐκκλησία σέ κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν οὐσία της. Νά τήν κάνει θεραπαινίδα καί χειροκροτητή της, νά τήν μεταλλάξει σέ ἕναν ἄνευρο ὀργανισμό, ὁ ὅποιος θά ἐνσωματωθεῖ πλήρως στό σύστημα καί θά δουλεύει, γιά λογαριασμό του, ὄχι ἀδειάζοντας τούς ναούς, ἀλλά γεμίζοντάς τους μέ ἀνθρώπους πού θά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα. Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τονίζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός ἐπροίκισε τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἡ ἀντίστασή Της δέν εἶναι εὐκαιριακή, ἀλλά πηγάζει ἀπό τήν ἴδια Τῆς τήν πίστη καί θέλει ἐλεύθερους ἀνθρώπους καί πολίτες καί ὄχι ὑπάκουα ρομπότ.
Ἐπιμέλεια : « Νεανικός Ὀρθόδοξος Σύνδεσμος »
Τό δέ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ἤ μήπως αἱρέσεων;), τοῦ ὁποίου ἰδρυτικά μέλη εἶναι καί ὀρθόδοξες (κατ’ όνομα μόνο..) Ἐκκλησίες καί Πατριαρχεῖα, εἶναι τό βασικό ὄργανο προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί γιά συμμετοχή σ’ αὐτό, προϋποθέτει ἐνστερνισμό προτεσταντικῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν ἀσύμβατων πρός τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία. Οἱ Ὀρθόδοξοι, μετά τήν Γενική Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχί (1961) συμμετέχουν πλέον ὡς μειοψηφία στά συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε. καί δέν μποροῦν νά ἐπηρεάσουν ἀποτελεσματικά τήν γραμμή καί τίς ἀποφάσεις του, οὔτε νά δώσουν οὐσιαστική Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ἔφ ὅσον δέν τούς ἐπιτρέπεται πλέον νά καταθέτουν ἰδιαιτέρα δήλωσι ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δηλαδή οἱ Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες συμμετέχουν πλέον ὡς παραφυάδες (denominations) τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δηλαδή τίποτε περισσότερο ἀπό θέσεις στόν κατάλογο τοῦ Π.Σ.Ε., ἀνάμεσά σε αἱρετικές ὁμάδες – τά μυστήρια τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζουν ὡς έχοντα μεταδίδοντα ἁγιαστική καί σώζουσα Χάρη – και μάλιστα πολλές ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀριθμοῦν περισσοτέρους ἀπό 10.000 - 20.000 ὀπαδούς.
Ἐκεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἔχοντας ἐκχωρήσει τήν μοναδικότητα ἀληθείας καί σωτηρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρέσεων καί παραθρησκείας, μαζί μέ τίς λοιπές «χριστιανικές» ἀντιπροσωπεῖες καί τίς παρασυναγωγές αἱρετικῶν, παρακαλοῦν τό... Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά τούς θεραπεύσει καί νά τούς συμφιλιώσει! Ποιό εἶναι αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα; ἀπό τί καί πῶς θά τούς θεραπεύσει; ποιούς και μέ ποιούς θά τούς συμφιλιώσει μέσα σέ αὐτή τήν βαβυλωνία τῆς δαιμονικῆς συγχύσεως;
Ὁμιλοῦν «γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς Ἐκκλησιολογίας» ἐννοώντας συμμόρφωση στόν δογματικό πλουραλισμό καί στήν ἠθική ἀνεκτικότητα. Καί λέγοντας ἠθική ἀνεκτικότητα, ἐννοεῖται ὅτι μποροῦν νά συμπροσεύχονται μαζί μέ ὅλες τίς αἱρέσεις, τίς ἐπισκοπίνες, τίς παπαδίνες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες δημόσια διακηρύττουν τή λεσβιακή τους «ἰδιαιτερότητα», «νά γιορτάσουν τήν ἑνότητά τους ἐν Χριστῷ καί τή δοσμένη ἀπό τό Θεό ποικιλία τους» καί νά διατρανώνουν τήν «διαφορετικότητά» τους.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική. Τό ἦθος τῆς εἶναι πάντοτε καί ἀναλλοιώτως τό εὐαγγελικό ἦθος. Οἱ ἁμαρτίες τῶν μελῶν της δέν προσβάλλουν οὔτε τήν μοναδικότητά της, οὔτε τήν ἁγιότητά της, ἐπειδή αὐτές οἱ ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τήν μοναδικότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς αἰωνίας Κεφαλῆς της, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ δογματική πολυδιάσπασις, ποῦ συντηρεῖται στό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἀποτελεῖ κεντρικό ἄξονα γιά τήν ὕπαρξί του, εἶναι ἡ καλλιτέρα ἀπόδειξις ὅτι ἡ ἐπιζητουμένη ἴασις καί συμφιλίωσις δέν πρόκειται νά εἶναι οὔτε ἐν Χριστῷ οὔτε διά Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἔφ. δ’,5) συνιστᾶ θεμελιώδη ὄρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, στόν ὁποῖο δέν ἀνταποκρίνεται ἡ προτεσταντική προσδοκία.
Ἅς γνωρίζουν ὅμως ὅτι ὑπάρχουν ὅρια στήν οἰκονομία καί στήν ὑπομονή μας· ὅρια ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλά «ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο». Οἱ Ἱεροί Κανόνες ὁρίζουν:
Κανών ι’, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων: Εἰ τίς ἀκοινωνήτω, κάν ἐν οἴκω συνεύξηται οὗτος ἀφοριζέσθω (Πηδάλιον ἔκδ. Ἀστήρ 1976).
Κανών με’, Ἁγίων Ἀποστόλων: Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τί, καθαιρείσθω (ἐν. ἄν. σέλ 50).
Κανών λγ’ καί ς’, τῆς ἐν Λαοδικεία τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (ἐν.ἄν. σέλ. 433), «μή συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τή αἱρέσει» (ἐν.ἄν. σέλ. 422).
Ἐρώτησις Θ΄ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας: Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἤ ἄλλων αἱρετικῶν; ἤ οὐδέν αὐτόν βλάπτει, ὁπόταν αὐτός ποιῆ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν; Ἀπόκρισις: Ἐν τῇ θεία ἀναφορά ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρό τοῦ ἀσπασμοῦ. «Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε». Οὐκ ὀφείλουσιν οὔν παρεῖναι, εἰ μή ἄν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καί ἐκφεύγειν τήν αἵρεσιν. Ἑρμηνεία: …ἀποκρίνεται, ὅτι ἐν τῷ καιρῶ τῆς ἱερουργίας ὁ Διάκονος φωνάζει νά ἔκβουν ἔξω του ναοῦ ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι, λέγων· Ὅσοι Κατηχούμενοι προέλθετε (τοῦτο γάρ δηλοί το, οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε). Ἀνίσως λοιπόν ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι δέν συγχωροῦνται νά σταθοῦν ἐν τῷ καιρῶ, ὅταν γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, πόσω μᾶλλον αἱρετικοί; ἔξω μόνον, ἄν ὑποσχωνται νά μετανοήσουν καί νά φύγουν ἀπό τήν αἵρεσιν· πλήν καί τότε πάλιν δέν πρέπει νά ἀφήνωνται μέσα εἰς τόν ναόν, ἀλλά νά στέκωνται ἔξω μέ τούς Κατηχουμένους. Εἰ δέ τοιουτοτρόπως δέν ὑπόσχονται, οὐδέ μέ τούς Κατηχουμένους συγχωροῦνται νά στέκουν, ἀλλά νά ἀποδιώκωνται κατά τόν Βαλσαμῶνα (ἐν. ἄν. σέλ 670).
Ἐπίσης κανόνες: ια’, ιβ’ καί ιγ’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, β΄τῆς ἐν Ἀντιοχεία, θ’, λβ’, καί λζ’ τῆς ἐν Λαοδικεία -γιά τά δῶρα καί τούς συνεορτασμούς.
Τέλος θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε τούς τόσο βαρυσήμαντους 9ο, 10ο καί 11ο στίχους τῆς Β’ ἐπιστολῆς Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ. Στό 10ο στίχο ἀπαγορεύει ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης στόν κάθε χριστιανό ἀκόμα καί νά χαιρετᾶ τόν αἱρετικό «καί χαίρειν αὐτῶ μή λέγετε». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τονίζει ὅτι ὁ ἠγαπημένος, ἐπιστήθιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ βγαίνοντας ἀπό δημόσιο χῶρο μαζί μέ ἕνα πνευματικό του παιδί ἐξέφρασε τόν ἀποτροπιασμό του στή θέα τοῦ αἱρετικοῦ Κηρίνθου λέγοντας: «πᾶμε γρήγορα, παιδί μου, νά φύγουμε μήπως πέσει ἡ σκεπή καί μᾶς πλακώσει». Ποιός ἀπό μᾶς μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι μέσα στήν καρδιά τοῦ ἔχει πλουσιότερη ἀγάπη ἀπό τό μαθητή τῆς ΑΓΑΠΗΣ;
Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες δέν εἶναι ἀθεολόγητα νομοτεχνικά κείμενα, ἀλλά ἐκφράζουν τήν Ὀρθόδοξο θεολογία καί ἐκκλησιολογία. Ἡ μυστηριακή κοινωνία καί ἡ «κοινωνία ἐν ταῖς προσευχαῖς» προϋποθέτουν τήν κοινή πίστι. Εἶναι ὁ καρπός τῆς ἑνότητος ἐν τῇ πίστει καί ὄχι ἡ ὁδός γιά νά φθάσουμε σέ αὐτήν. Ἀκόμη οἱ ἱεροί Κανόνες ἀσφαλίζουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή συγχέεται μέ τίς αἱρέσεις καί τίς ἐτεροδιδασκαλίες.
Ὑπάρχουν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ἐσφαλμένως ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί ἔχουν «καιρικό» χαρακτήρα καί γι’ αὐτό σήμερα δέν ἰσχύουν. Οἱ ἐν λόγω κύριοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι νά προσβάλουν καί νά θυσιάζουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στόν βωμό τῶν διαφόρων κοσμικῶν καί κοινωνικῶν τους σκοπιμοτήτων, ἀσελγώντας ἐτσιθελικά σέ ὅ,τι ἱερώτερο καί πολυτιμώτερο ἔχει ὁ ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός. Πιθανόν γι’ αὐτούς ὁ θησαυρός τῆς Ὀρθοδοξίας, νά μή σημαίνει τίποτε ἄλλο παρά ἐμπόρευμα γιά ἀνταλλαγή ἤ ὑλικό γιά μαγείρεμα στό ἀκάθαρτο τσουκάλι τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἡ Νέα αὐτή Ἐποχή τόσο σέ πολιτικοοικονομικό ὅσο καί σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο, δέν ἐπιθυμεῖ τόσο νά γκρεμίσει τήν Ἐκκλησία καί τίς ἐκκλησίες (ναούς), ὅσο ἐπιθυμεῖ νά μετατρέψει τήν Ἐκκλησία σέ κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν οὐσία της. Νά τήν κάνει θεραπαινίδα καί χειροκροτητή της, νά τήν μεταλλάξει σέ ἕναν ἄνευρο ὀργανισμό, ὁ ὅποιος θά ἐνσωματωθεῖ πλήρως στό σύστημα καί θά δουλεύει, γιά λογαριασμό του, ὄχι ἀδειάζοντας τούς ναούς, ἀλλά γεμίζοντάς τους μέ ἀνθρώπους πού θά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα. Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τονίζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός ἐπροίκισε τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἡ ἀντίστασή Της δέν εἶναι εὐκαιριακή, ἀλλά πηγάζει ἀπό τήν ἴδια Τῆς τήν πίστη καί θέλει ἐλεύθερους ἀνθρώπους καί πολίτες καί ὄχι ὑπάκουα ρομπότ.
Ἐπιμέλεια : « Νεανικός Ὀρθόδοξος Σύνδεσμος »