Τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» λίαν ευφυώς την ονόμασαν «Πάσχα του καλοκαιριού», αφού μέσα στην καρδιά τού θέρους, στο «κατακαλόκαιρο», ακόμη και στο τελευταίο χωριό, ξέρει η Ορθοδοξία μας επάξια να τιμά με τόση λαμπρότητα και τόσον παλμόν λαού τη Μητέρα του Κυρίου μας, που είναι και «Μάννα» όλων ημών, των Χριστιανών.
Παίρνοντας αφορμήν απ τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», θα ασχοληθούμε με μίαν αρκετά εντυπωσιακήν παραδοξότητα, σχετικήν μ' αυτήν την γιορτή και με το εννοιολογικό περιεχόμενόν της. Ίσως όμως πει κάποιος: -«Μα, δεν είναι αυτονόητη η σημασία της γιορτής; Δεν γιορτάζουμε μ’ αυτήν εμείς οι Ορθόδοξοι τον θάνατον της Παναγίας μας;». Βέβαια, αυτή η ευθεία, απλή και εύκολη απάντηση είναι και η ορθή. Μ’ αυτήν όμως εμπλέκονται και μερικά ακανθώδη προβλήματα, που συνήθως μάλλον δεν έχουν μερικοί υπ' όψη τους. Τέτοια ερωτήματα απασχόλησαν, σε δεκάδες βαθυστόχαστων βιβλίων, πραγματειών και άρθρων, ισάριθμους σοφούς και διεθνώς αναγνωρισμένους ειδικούς επιστήμονες και από διάφορες χώρες και από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους, όπως της φιλολογίας, της θεολογίας, της ιστορίας, της αρχαιολογίας και άλλων συναφών βοηθητικών επιστημών, και οι οποίοι σοφοί προσπαθούν, χωρίς βέβαια να το πετυχαίνουν πάντα, να δώσουν υπεύθυνες απαντήσεις. Εμείς πάντως θα επιχειρήσουμε να τους παρουσιάσουμε επί τροχάδην, συνοπτικά και κάπως διαγραμματικά, στο μικρό φυλλάδιο, που κρατάς στα χέρια σου, αγαπητέ αναγνώστα.
- «Και ποιο το παράδοξον, που θα διαβάσουμε σ' αυτές τις γραμμές;» Ίσως, λοιπόν, μας ξαφνιάσει το εξής αξιοπερίεργον, ότι δηλαδή το εννοιολογικόν περιεχόμενον της γιορτής της «Κοιμήσεως», που είναι ο θάνατος της Θεοτόκου, ούτε ήταν πάντοτε και παντού, ούτε και σήμερα φαίνεται να είναι από όλους αποδεκτόν. Μερικοί στο μακρυνό παρελθόν αμφισβήτησαν και κάποιοι σήμερα αμφισβητούν, το ότι η Αειπάρθενος κόρη Μαρία πέθανε κάποτε σωματικώς. Ακριβώς δε η μελέτη του ιστορικού παρελθόντος της Εκκλησίας μας οδηγεί σε ανακάλυψη τέτοιων παραβόλων ιδεών και παραδόξων αντιλήψεων για το πρόσωπον της Αειπαρθένου.
Αρχαίες αιρετικές αντιλήψεις για την «Κοίμησιν της Θεοτόκου»
Έτσι, ανιχνεύοντας την Ιστορία διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας τέτοιας τάσης ήδη από τον 4ον μ.Χ. αιώνα, πληροφορούμενοι, σχετικά, από ένα εκκλησιαστικόν Πατέρα και συγγραφέα, που ζούσε εκείνην την εποχήν, τον άγιον Επιφάνιον, επίσκοπον Κωνστάντιας (Σαλαμίνας) Κύπρου. Στο σύγγραμμά του, λοιπόν, με τίτλον «Κατά αιρέσεων...», άλλως γνωστόν και ως «Πανάριον» (Migne, Patrologia Graeca, τόμος 41, κεφ. 78 § 11), υπεραμυνόμενος της Αειπαρθενίας της Παναγίας μας κατά των τότε αιρετικών που ονομάζονταν Αντιδικομαριανίτες, λέγει επίσης και κάτι που σήμερα μάλλον μας ξαφνιάζει: ότι, δηλαδή, «η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει διόλου εάν η Παναγία μας πέθανε, ή, όχι, εάν ετάφη, ή, όχι. Αυτό κάνει τον άγιον να διστάζει να υποστηρίξει, εάν η Θεοτόκος ζούσε ακόμη, στην εποχήν του, δηλαδή τον 4ον αιώνα, ή, αν είχε ήδη πεθάνει. Σημειώνει δε ο άγιος επίσκοπος, ότι «αυτή η σιωπή της Αγίας Γραφής αποτελεί ένα βαθύ μυστήριον»! Ολίγον κατωτέρω, στο ίδιο έργον του (κεφ. 78 § 24) ο ιερός Επιφάνιος απαριθμεί τρεις, διαφορετικές μεταξύ τους, δυνατότητες-εκδοχές, σχετικές με τον θάνατον της Αειπαρθένου, που μας απασχολεί: α) Ίσως, λέγει, η Παναγία απέθανεν και ετάφη, β) Ή, πιθανόν, υπέστη βίαιον θάνατον, γ) Είτε, τέλος, συνεχίζει να ζει ακόμη πάνω σ' αυτή τη γη, όπως πριν, σ' ένα όμως τόπον που δεν είναι γνωστός σε κανένα.
Τέτοιες πληροφορίες, όπως αυτή του 4ου αιώνα μ.Χ., που μάλλον μας εκπλήσσουν, αποτελούν ενδείξεις, ότι από τότε κι' όλας, αλλά ίσως και ακόμη πολύ πρότερον, υπήρξαν μερικοί, μάλλον εκτός Εκκλησίας, δηλαδή κάποιοι από αιρετικούς κύκλους, οι οποίοι επινοούσαν, προωθούσαν και διέδιδαν απόψεις παράξενες και διδασκαλίες αλλόκοτες, όπως αυτή, σχετικά με το τέλος της επίγειας ζωής της Θεοτόκου. Ισχυρίζονταν ότι η Παναγία μητέρα του Κυρίου μας δεν «εκοιμήθη», όπως ψάλλει και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Διετείνοντο, δηλαδή, ότι δεν απέθανε, ότι δεν εχωρίσθη η μακαρία και παναγία ψυχή της από το πανάχραντον και άσπιλον σώμα της. Σαν απλούστατον δε λόγον γι' αυτήν την γνώμην πρόβαλλαν το ότι δεν άρμοζε τάχα στην Παναγία μας να ακολουθήσει την κοινήν μοίραν των ανθρώπων, είτε αυτοί ήσαν απόστολοι, ή μάρτυρες, ή άγιοι της Εκκλησίας. Φαίνεται δε, ότι οι διάφοροι αιρετικοί, που πολεμούσαν λυσσωδώς το πρόσωπον της Θεοτόκου, χωρίζονταν σε δύο παρατάξεις: στους αριστερούς, που μείωναν εμφανώς το πρόσωπον και τον ρόλον της, και στους δεξιούς, σ' αυτούς που δήθεν εκόπτοντο να εξυψώσουν την προσωπικότητά της και πλειοδοτούσαν σ' αυτό. Ο στόχος των εχθρών της Εκκλησίας ήταν ένας: είτε δια των δεξιών, είτε δια των αριστερών όπλων, είτε δηλαδή υπερτιμώντας, είτε υποτιμώντας το πρόσωπον της Παναγίας, τους αρκούσε να εισαγάγουν πλάνες και αιρέσεις στην Εκκλησίαν.
Έτσι, η δεξιά αιρετική παράταξη, που μας ενδιαφέρει για το θέμα μας, είχε σαν αφετηρίαν της σκέψης της, ότι: η Παναγία μας αποτελούσε μοναδικήν περίπτωση, αποκλειστικήν εξαίρεση και στο σημείο αυτό, το σχετικό με το τέλος της επίγειας ζωής της. Αλήθεια!... Ποιος δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια αντίληψη για την Παναγία μας, εάν δεν είχε διάκριση και δεν ήταν αυστηρά προσκολλημένος στο βράχο της Εκκλησιαστικής πίστης, αφού εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι μια τέτοια διδασκαλία εξαιρέτως τιμά και αναφανδόν εξυψώνει την Αειπάρθενον Μητέρα μας; Δεν είναι ιδιαίτερα γαργαλιστική η εξής ερώτηση, που φαίνεται ότι έκαναν οι αιρετικοί στους Ορθοδόξους; - Πως θα ήταν δυνατόν να την αφήσει να πεθάνει, αφού μπορούσε ο Κύριος και υιός της να εμποδίσει τον θάνατόν της; Φαίνεται δε, ότι τέτοιοι λογικοφανείς συλλογισμοί, που γίνονταν εκτός Εκκλησίας, σε κύκλους αιρετικών, απέβαιναν στη συνέχεια και διαλογισμοί, που μπέρδεψαν ακόμη και μεμονωμένους εκκλησιαστικούς άνδρες, οχι όμως, βέβαια, και την Εκκλησίαν. Ποτέ η επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν ισχυρίστηκε ότι η Παναγία δεν πέθανε.
Οι οπαδοί τέτοιων αντιλήψεων δεν έλεγαν απλώς ότι ο θάνατος της Αειπαρθένου δεν είχε τίποτε από τη δριμύτητα, την αγωνίαν, την απόγνωση, την λύπην που έχει ο θάνατος των κοινών ανθρώπων και μάλιστα ενδεδυμένων την αμαρτίαν ώσπερ ιμάτιον. Δεν ισχυρίζονταν απλώς, ότι ο θάνατός της ήταν γαλήνιος, μακάριος, πανευτυχής, γλυκύτατος σαν ηδύς ύπνος, αφού η ψυχή της θα συναντούσε τον πεφιλημένον της Υιόν. Ούτε, ακόμη, διετείνοντο μόνον, ότι αυτή απέθανε μεν, άλλ' ότι ο γυιός της δεν την άφησε να γνωρίσει την αποσύνθεση του νεκρού της σώματος. Ούτε, πάλιν, εννοούσαν, ότι ο γυιός της δεν την εγκατέλειψε στην κυριαρχίαν του θανάτου, αλλά μετ' ολίγον την ανέστησεν, ή, ότι αφού αυτή πρώτα πέθανε, ακολούθως το σώμα της μετέστη στους ουρανούς. Αυτά τα «λίγα» για τους αιρετικούς και ετεροδοξούντες του απωτέρου παρελθόντος.
Σύγχρονες αιρετικές γνώμες για την «Κοίμηση της Θεοτόκου»:
Όμως αγαπητέ αναγνώστα, αν το φυλλάδιον αυτό το αφιερώνουμε ειδικά στο θέμα του θανάτου της Παναγίας μας, με αφορμήν την αυγουστιάτικη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», είναι επειδή, όχι μόνο στο μακρινόν παρελθόν, αλλά και στην εποχή μας μερικοί ανασύρουν απ' τα βάθη των αιώνων και εκσυγχρονίζουν αυτήν την αιρετικήν αντίληψη, ότι η Παναγία δεν «εκοιμήθη», δεν πέθανε πραγματικά και αληθινά. Και ποιοί είναι αυτοί που ανασκάπτουν το παρελθόν, για να εισκομίσουν στη σημερινή ανθρωπότητα μιαν τόσο δεινήν αίρεση; Οι τυμβωρύχοι αυτοί που σαν ύαινες ανασκάπτουν το παρελθόν και το αναδιφούν, ακούνε στο όνομα «Παπικοί». Αυτοί, λανθανόντως ή ιεροκρυφίως φαίνεται, ότι συμμερίζονται την άποψη, ότι η Παναγία δεν πέθανε σωματικώς, και εργάζονται σκοτεινώς για την εν ευθέτω καιρώ ανακήρυξη της γνώμης τους αυτής σε νέον δόγμα! Να, γιατί το ζήτημα που μας απασχολεί και θρησκευτικόν ενδιαφέρον αποκτά και εκκλησιαστικήν επικαιρότητα έχει, ιδιαίτερα τώρα στην περίοδο του δεκαπεντΑυγουστου, το οποίον μας προετοιμάζει ακριβώς για τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου». Φαντασθείτε τι θα εσήμαινε να γιορτάζουμε την «Κοίμηση» και η Παναγία να μην είχεν «κοιμηθεί».
Πράγματι, είναι εύκολον να παρατηρήσουμε το εξής χαρακτηριστικό των Παπικών για το θέμα μας: Αυτοί, κατά κανόνα, μιλούν μόνο για «Μετάσταση της Αειπαρθένου», και αποφεύγουν να μιλήσουν για «Κοίμηση», δηλαδή για σωματικό θάνατό της. Κάθε δε φοράν, πράγμα σπάνιον, που κατ' εξαίρεση κάνουν λόγο για την «Κοίμηση» (που τη λένε Dormitio), διευκρινίζουν αμέσως, ότι πρόκειται για μιαν βυζαντινήν, δηλαδή ανατολικήν, ορθόδοξον εορτήν. Το αξιοπρόσεκτον είναι, ότι όταν αναφέρουν τη φράση: «ο θάνατος της (αειπαρθένου) Μαρίας», σπεύδουν να εξηγήσουν, ότι πρόκειται για κάτι, το οποίον οι άλλοι, π.χ. οι ορθόδοξοι, δέχονται, ενώ οι ίδιοι, οι παπικοί, αυτόν τον «θάνατον» της Θεοτόκου τον εννοούν με άλλην σημασίαν, του δίδουν άλλο νόημα, μοναδικό, θεωρώντας τον «θάνατόν» της μη πραγματικόν, μη σωματικόν θάνατον. Τον θεωρούν μόνον «κατ' αναλογίαν» προς τον πραγματικόν θάνατον των λοιπών ανθρώπων, που σημαίνει ότι εννοούν τον «θάνατον» της Θεοτόκου ως... «μη θάνατον»!!! Και για να μη θεωρηθούμε «φιλοκατήγοροι», θα τεκμηριώσουμε τους ισχυρισμούς μας αναφερόμενοι σε επίσημα κείμενα του πάπα, καθώς και σε εκείνα σημαινόντων παπικών.
Την 1ην Νοεμβρίου του 1950, ο Πάπας Πίος ο 12ος εξέδωσε Εγκύκλιον-Βούλλαν παπικήν, η οποία, -όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι παπικές Βούλλες απ' τις δύο-τρεις αρχικές λέξεις τους-, είναι γνωστή με την ονομασίαν: «Munificentissimus Deus» (=Ο Μεγαλοδωρότατος Θεός), με την οποίαν ο ρωμαίος Ποντίφηκαςανακήρυσσε σε δόγμα της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την διδασκαλίαν περί της «Μεταστάσεως» της Παναγίας μας στον Ουρανό, με τα εξής ακριβώς λόγια, μεταφρασθέντα από τα λατινικά: «Η άσπιλος και αειπάρθενος Θεομήτωρ Μαρία, μετά την ολοκλήρωση της επίγειας διαδρομής της ζωής της, ανελήφθη μετά του σώματος και της ψυχής της εις την ουρανίαν μεγαλειότητα. Συνεπώς, εάν κάποιος, πράγμα που απευχόμεθα να το επιτρέψει ο Θεός, τολμήσει είτε να αρνηθεί είτε συνειδητά να αμφισβητήσει αυτήν την αλήθεια, η οποία καθορίστηκε από εμάς, να ξέρει ότι είναι παντελώς έκπτωτος από την θεϊκήν και καθολικήν Πίστη». (Ρ. Cattin Ο.Ρ. και Η. Th. Conus Ο.Ρ., Heilslehre der Kirche. Documente von Pius IX bis Pius XII, γερμανική έκδοση Α. Rohrbasser, 1953).
Από το λατινικό κείμενο της παπικής Εγκυκλίου, το ύποπτον όσον και επίμαχον για το θέμα μας σημείον είναι ακριβώς η παπική φράση: «expleto terrestris vitae cursu» (=ολοκληρωθείσης της διαδρομής της επίγειας ζωής» (της Παναγίας).
Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι εδώ, συνειδητά και σκόπιμα αποφεύγει ο Πάπας να κάνει λόγο για τον θάνατο της Παναγίας μας. Είναι σαν να λέει: «Αφού η Παναγία συμπλήρωσε τον κύκλο του βίου της και έφτασε στο τέρμα της επίγειας ζωής της (δεν απέθανεν, αλλ' ακριβώς πριν πεθάνει, δηλαδή χωρίς καν να πεθάνει), ανελήφθη με το σώμα και την ψυχήν της στον ουρανό. Ότι δε, στο σημείο αυτό, ο πάπας ενεργεί όχι τυχαία και συμπτωματικά, αλλά συνειδητά και σκόπιμα αποφεύγει να μιλήσει για «Κοίμηση», δηλαδή για θάνατον σωματικόν της Παναγίας, κι ότι δεν είμαστε εμείς οι φιλύποπτοι και ευφάνταστοι και επινοητές και αποδίδοντες στον πάπα προθέσεις, που αυτός δήθεν δεν έχει, θα φανεί στη συνέχεια, απ' τα σχόλια και τις ερμηνείες που παραθέτουμε, παρμένες από συγγράμματα των ιδίων των παπικών και μάλιστα των διασημότερων απ' αυτούς, του Γερμανού MichaelSchmaus, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, που εθεωρείτο ο μεγαλύτερος σύγχρονος μας παπικός δογματολόγος, και του Γάλλου Gervais Dumeige, του εκ των τα πρώτα κατεχόντων, μεταξύ των σημερινών θεολόγων του γαλατικού παπισμού.
Ο Schmaus, λοιπόν, γράφει σχετικά με την ένοχη αποσιώπηση του πάπα Πίου του 12ου: «Η Εγκύκλιος της δογματοποίησης λέγει μόνον, ότι η Μαρία μετά την ολοκληρωση της επίγειας πορείας της ζωής της... σωματικώς ανελήφθη στον Ουρανό». (Katholische Dogmatik, Band V, Mariologie, S. 246, Max Hueber Verlag, Munchen 19612). Τι όμως εννοεί ο Schmaus, όταν γράφει αυτό το: «λέγει μόνον»; Κατωτέρω, ο ίδιος, γίνεται σαφέστερος, όταν σχολιάζει ως εξής: «Η Βούλλα της δογματοποίησης δεν παίρνει καμιάν θέση απέναντι σ' αυτό το θέμα», δηλαδή του θανάτου της Παρθένου, (αυτόθι σελ. 242).
Ο δε Γάλλος ομόλογός του, G. Dumeige, είναι εκφραστικότερος, γιατί γράφει γι' αυτήν την παπικήν Εγκύκλιον: «Η Αποστολική Διάταξη, η οποία αφήνει ανοικτό το θέμα, εάν η Μαρία απέθανεν ή όχι, δίνει μιαν γενική άποψη της ιστορίας αυτής της δοξασίας». (G. Dumeige, La Foi Catholique, p. 234, ed. de l' Orante, Paris 1996). Άρα, συνειδητά και σκόπιμα παραλείπεται από τον Πάπα η αναφορά στον θάνατον της Αειπαρθένου, διότι, απλούστατα, οι παπικοί δεν πιστεύουν ότι έλαβε χώραν αυτός. Επί πλέον, ο θάνατος της Παναγίας μας χαρακτηρίζεται από τον Dumeige ως μία «δοξασία» (croyance). Ξέρουμε, βέβαια, τι θέλει να πει ο Γάλλος παπικός. Οπωσδήποτε, ότι ο θάνατος της Παρθένου δεν είναι πραγματικόν γεγονός, αλλά μια αστήρικτη κι αδέσποτη γνώμη κι όχι μια αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Δεν είμαστε, λοιπόν, εμείς οι φιλύποπτοι, ούτε και επινοούμε επινοήσεις, άλλ' ούτε και αποδίδουμε στο παπικόν κείμενον ανύπαρκτες σκοπιμότητες και προθέσεις, που αυτό δεν έχει. Άρα διαπιστώνουμε, πως οι αριστείς του Παπισμού ομολογούν, ότι στο σημείο αυτό της δογματικής διάταξης, ο Πάπας Πίος ο 12ος, συνειδητά και σκόπιμα, κι όχι τυχαία, συμπτωματικά και άδολα παραλείπει να αναφερθεί στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», και ότι η «Κοίμηση» θεωρείται μια απλή «δοξασία» κι όχι αλήθεια της πίστης, κρίνεται δε σαν κάτι το θεολογικώς, τουλάχιστον, «αμφισβητούμενον», ή, μάλλον, κάτι το εμφανώς αθεμελίωτον και παντελώς αστήρικτον. Στο σημείο αυτό, χωρίς να διεκδικούμε προφητική ικανότητα, αφού τα ίδια τα παπικά κείμενα και οι διαθέσεις, η νοοτροπία και αι παπικές μέθοδοι το δακτυλοδεικτούν, δεν θα κινδυνεύαμε να πέσουμε έξω, εάν προειδοποιούσαμεν, ότι εν ευθέτω χρόνω ένα νέον παπικό δόγμα-έκπληξη θα διατυπωθεί, ότι δηλαδή η Παναγία δεν απέθανε και μάλιστα ότι δεν μπορούσε, και δεν ήταν δυνατόν και δεν έπρεπε να αποθάνει και γι' αυτό δεν πέθανε.
Όχι ότι ο Πάπας δεν το έχει ήδη φανερώσει το δόγμα αυτό. Εννοούμε βέβαια ότι το διετύπωσεν δια της μεθόδου της αποσιώπησης. Σκοπός του Πάπα την 1ην Νοεμβρίου του 1950 δεν ήταν τόσο να διατυπώσει το νέον δόγμα της «Μεταστάσεως της Θεοτόκου». Ήθελε περισσότερον να ρίψει σκιάν στον θάνατον της Παρθένου. Αυτόν ήθελε να αρνηθεί ουσιαστικά. Είναι πλατειά γνωστόν ότι το δόγμα του 1950 το προετοίμαζαν ήδη από την Α' Σύνοδον του Βατικανού, από το 1870. Όμως λίγα χρόνια πριν το 1950, τα πρωτοπαλλήκαρα του παπισμού προλείαναν το έδαφος με την κυκλοφορίαν ειδικών συγγραμμάτων. Εννοούμεν και άλλα, αλλά κυρίως δύο βασικά: Την εργασίαν του Martin Jugie («La mort et l'assomption de la Sainte Vierge», Citta del Vaticano 1944) και του Ο. Faller («De priorum saeculorum silentio circa Assumptionem Beatae Mariae Virginis» Roma 1946). Ο πρώτος απ' τους δύο, ειδικευμένος σε θέματα σχετικά με τη διδασκαλία, τη ζωή, τα συγγράμματα, την ιστορία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, -έγραψε μάλιστα και πεντάτομον έργον ειδικά για την δογματικήν διδασκαλίαν των ανατολικών Χριστιανών-, στο μνημονευθέν ανωτέρω έργον του, εξετάζει τα περί του θανάτου της Θεοτόκου και καταλήγει στην άρνησή του, προετοιμάζοντας έτσι, εξ χρόνια πριν, την κήρυξη του δόγματος του 1950.
Ο δε δεύτερος, ο Faller, κι αυτός, τέσσερα χρόνια πριν την διατύπωση του νέου παπικού δόγματος, συμπληρώνει και ενισχύει το έργον του Jugie απελευθερώνονται τον δρόμο για την εμφάνιση του δόγματος αυτού, δεδομένου ότι στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο υπήρχαν ενιαχού και αντιδράσεις κατά της προετοιμασίας του καινούργιου θεσφάτου. Στο προμνημονευθέν βιβλίον του, ο Faller, μεταξύ άλλων κειμένων, παραθέτει κι ένα απόσπασμα ομιλίας κάποιου άγνωστου άπ' άλλου πρεσβύτερου Τιμόθεου Ιεροσολυμίτου. Το κείμενο αυτό το χρονολόγησε ο Faller ως του 4ου αιώνα και το χρησιμοποίησε προκειμένου να αποδείξει, ότι απ' τον 4οαιώνα η Εκκλησία εδίδασκεν επίσημα, ότι η Παναγία δεν πέθανε. Το απόσπασμα της Ομιλίας του Ιεροσολυμίτη Τιμόθεου αυτό έγραφε. Με την δημοσίευση όμως απ' τον Faller αυτού του αποσπάσματος και την χρονολόγησή του, ξέσπασεν η θύελλα μεταξύ των επιστημόνων του παπισμού. Δεν συμφώνησαν όλοι ότι το απόσπασμα είναι του 4ου αιώνα. Μεγάλοι θεολόγοι, φιλόλογοι, ιστορικοί του Πάπα το θεώρησαν πολύ μεταγενέστερον, κατά δύο αιώνες. Πρώτος διαφωνήσας ήταν ο πολύς Β. Altaner («Zur Frage der Definibilitat der Assumptio Beatae Mariae Virginis», εν Theologische Revue 44 [1948], 129-140). Με τον Altaner συμφώνησαν και άλλοι κορυφαίοι επιστήμονες όπως ο Α. Mai και ο Bardenhewer. Όλοι τους συμφωνούν ότι το κείμενο είναι μόλις του 6ου αιώνα. Αλλά αφού είναι του 6ου αιώνα, δεν έχει και τη σπουδαιότητα που του αποδίδει ο Faller, για τον λόγον, ότι τον 6ο αιώνα έχομεν πλέον άφθονες μαρτυρίες κειμένων που λύνουν τις τυχόν απορίες μας σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας στο ζήτημα του θανάτου της Παναγίας. Και κάτι ακόμη: κι αν το απόσπασμα ήταν του 4ου αιώνα, λέγει ο Altaner, δεν θα εσήμαινεν ότι η επίσημη Εκκλησία απεδέχετο και εκήρυττε τέτοιαν διδασκαλίαν, διότι, εκτός των άλλων, ο συγγραφέας του είναι και άλλως άγνωστος αλλά και ασήμαντος, για να πούμε ότι εκφράζει την επίσημον Εκκλησίαν, οι δε πηγές που άντλησε το περιεχόμενό του είναι και γνωστές και προπαντός ύποπτες. Κατά τον Altaner, μέχρι τον 5ο αιώνα έχομεν σιωπήν των κειμένων για τον θάνατο ή μη της Θεοτόκου. Τέλος, γενικώτερα, είναι σίγουρο ότι σωματικόν θάνατον της Παναγίας, δηλαδή χωρισμόν ψυχής εκ του σώματος δεν δέχονται οι παπικοί. Περιοριζόμαστε γι' αυτό να παραπέμψουμε στο κεφάλαιον που αφιερώνει ο Schmaus με τον τίτλον: Ο θάνατος της Μαρίας (Schmaus, μνημ. έργον, σελ. 241-242).
Πάντως, δεν θα αναπτύξουμε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι παπικοί για να αποδείξουν το γιατί η Παναγία δεν μπορούσε να πεθάνει και το γιατί δεν πρέπει να πέθανε. Ούτε θα αντιπαρατάξουμε ορθόδοξα επιχειρήματα για να αποδείξουμε το γιατί έχουν άδικον οι παπικοί. Αυτά είναι ξεχωριστά ζητήματα, που θα μας έδινε μεν χαρά να τα αναπτύξουμε, εάν βέβαια μας το επέτρεπεν η στενοχωρία του φυλλαδίου μας, που και για μας αποτελεί εξ ίσου μεγάλην, προς το παρόν, στενοχωρίαν. Ο κίνδυνος, όμως, απ' τον Παπισμό, δεν είναι μόνον το ότι εισάγει νέα, ανήκουστα, αστήρικτα, καινοφανή και αιρετίζοντα δόγματα στην Εκκλησίαν του. Γιατί, με γειά του, με χαρά του!, όπως στις περιπτώσεις αυτές λέμε. Του Πάπα είναι η παπική Εκκλησία κι ό,τι θέλει την κάνει. Εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Έχει δικαίωμα να είναι νοικοκύρης στο σπίτι του! Ίσως όμως πει κάποιος: -«Αλλά τότε, τι κάθεσθε και ασχολείσθε με τέτοια θέματα, που δεν αφορούν εμάς τους Ορθοδόξους και είναι εσωτερικά ζητήματα του παπισμού;» Απαντώμεν: Αν ασχολούμεθα μ' αυτά τα θέματα και τους δίνουμε αυτές τις προεκτάσεις, είναι γιατί και στο παρελθόν, και σήμερα δυστυχώς, αλλά και στο μέλλον, -αλλοίμονον!...-, ο παπισμός ήξερε, ξέρει, και θα ξέρει, απ' την αιωνόβια πείρα του, την μεγάλη τέχνη του «Εξαγωγικού Εμπορίου» του. Εννοούμεν, δηλαδή, ότι ο Παπισμός δεν περιορίζεται σε εσωτερική κατανάλωση, αλλά εξάγει τις διδασκαλίες του και τις διαδίδει διεθνώς.
Γι' αυτό ασχολούμεθα με το θέμα αυτό, και το θίγουμε σε δύο μάλιστα φάσεις: Πρώτον, θέλαμε να αποδείξουμε -και πιστεύομεν ότι ευκρινώς και ικανοποιητικά το πραγματευθήκαμε-, ότι ο παπισμός δεν δέχεται σωματικόν θάνατον της Θεοτόκου. Δεύτερον. Θα αποδείξουμε κατωτέρω, ότι όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται και κηρύττει και εορτάζει και πανηγυρίζει την «Κοίμησιν», διδάσκουσα ότι η Παναγία πρώτον απέθανεν σωματικώς και εν συνεχεία μετέστη εν σώματι στον Ουρανόν, Αυτό το δεύτερον θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
Γιατί όμως είναι αναγκαίον και χρησιμότατον να αποδειχθούν οι δύο αυτές προτάσεις; Απλούστατα, γιατί οι παπικοί στην μανιώδη προσηλυτιστική τους προσπάθεια χρησιμοποιούν αυτές τις δύο φάσεις: Πρώτον: στην αρχή ισχυρίζονται ότι δεν αρνούνται τον θάνατον της Παναγίας ή, ότι τον εννοούν με άλλην έννοιαν, και ότι, άρα, τους αδικούμε αποδίδοντάς τους ανακριβώς αντιλήψεις που και οι ίδιοι δήθεν απορρίπτουν. Δεύτερον: στη δεύτερη φάση, όταν δηλαδή, δεν πείσουν με την πρώτη, λέγουν το εξής: - «Ναι, όντως δεν δεχόμεθα ότι η Παναγία πέθανε, άλλ' ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται τον σωματικόν θάνατο της Παναγίας. Να, γιατί, αγαπητέ αναγνώστα, χρειάζεται να συμπληρώσουμε την έρευνά μας και να δούμε, εάν όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται ή όχι τον σωματικόν της Παναγίας θάνατον πριν από την Μετάστασή της στους Ουρανούς.
Δέχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία τον πραγματικόν και αληθινόν σωματικόν θάνατον της Θεοτόκου, δηλαδή τον χωρισμόν της αγίας ψυχής της από το πανάχραντο σώμα της, πριν απ' την Μετάσταση στους Ουρανούς;
Επειδή είναι γενικά αναγνωρισμένον και αποδεκτόν, ότι η διδασκαλία και το δόγμα εμπεριέχονται στην Λατρεία και, επομένως, στην Υμνογραφίαν της Εκκλησίας μας, θα παραθέσουμε όσον το δυνατόν συστηματικώς κατανεμημένα αποσπάσματα από την Υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, για να δούμε ποια είναι η επίσημη θέση της στο επίμαχο ζήτημα: Οι παραθέσεις γίνονται από το Μηναίον Αυγούστου (Έκδ. Αποστολ. Διακονίας, 1989). Οι σελίδες είναι αυτές του Μηναίου. Πρώτον.
Η ορθόδοξος Υμνολογία, για να δηλώσει την αποδημίαν της Θεοτόκου, χρησιμοποιεί τους όρους: Κοίμησις, Θάνατος, Νέκρωσις: π.χ. Κοίμησις
- «Και ύμνησε θεοπρεπώς, σου την θείαν Πανάμωμε Κοίμησιν» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή στ', σελ. 78).
- «τους υμνητάς της φαιδράς σου Κοιμήσεως» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ', σελ. 80).
- «οι Δίκαιοι, εν τη Κοιμήσει σου, Κόρη, υμνολογούντες σε» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ', σελ. 80).
- «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε» (Απολυτίκιον ιε' Αυγ., σελ. 84).
Επομένως, η γιορτή της ιε' Αυγούστου δεν είναι μόνον η Μετάσταση, αλλά και η Κοίμηση. Το Συναξάριον της ιε' Αυγούστου λέγει μεν: «Τη ΙΕ' του αυτού μηνός, Μνήμη της σεβάσμιας Μεταστάσεως...», αλλά αμέσως κατόπιν οι στίχοι λέγουν: «Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην, Του κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος Ζη αεί Θεομήτωρ, καν δεκάτη θάνε πέμπτη».
Το δε περιεχόμενον της Κοιμήσεως αναλυτικώς έχει ως εξής: «Την ζωήν η κυήσασα, προς ζωήν μεταβέβηκας, τη σεπτή Κοιμήσει σου την αθάνατον, δορυφορούντων Αγγέλων σοι, Αρχών και Δυνάμεων, Αποστόλων, Προφητών, και απάσης της κτίσεως, δεχόμενου τε, ακηράτοις παλάμαις του Υιού σου, την αμώμητον ψυχήν σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε» (Στιχηρόν προσόμοιον Αίνων ιε' Αυγ. σελ. 89).
Νέκρωσις:
«Εν τη Κοιμήσει σου, νέκρωσις άφθορος» (Κάθισμα ιε' Αυγ., σελ. 84) «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν» (Κοντάκιον ιε' Αυγ., σελ. 87), αυτό σημαίνει ότι ετάφη, και ενεκρώθη, μεν, αλλά, τελικά, διεξέφυγεν αυτών των καταστάσεων.
- «Νέκρωσιν πως υπέστης, η τον νεκρωτήν του Άδου κυήσασα;» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή α', σελ. 76).
- «Ω θαύματος καινού! ω τεραστίου ξένου! πως νέκρωσιν υπέστη, η ζωηφόρος κόρη» (Στιχηρόν προσόμοιον εσπερ. ιδ' Αυγ. σελ. 75).
Θάνατος - η Παναγία θνητή: «Γυναίκα σε θνητήν, άλλ' υπερφυές και Μητέρα Θεού είδότες...» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή γ', σελ. 85).
- «Δια θανάτου γαρ προς την ζωήν μεταβέβηκας» (Κανών Ίωάν. Δαμ. Ωδή ζ', σελ. 86).
- «Πως ουν το άχραντον, ζωαρχικόν τε σου σκήνωμα, της του θανάτου πείρας, γέγονεν μέτοχον,» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή ζ', σελ. 86).
- «όμως μιμούμενη δε, τον ποιητήν σου και Υίόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις» (Κανών Α', Ωδή α', ιε' Αυγ. σελ. 85).
- «Νόμους της φύσεως λαθούσα, τη κυήσει σου, τω ανθρωπίνω νόμω θνήσκεις μόνη Αγνή» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ', σελ. 79). Δεύτερον:
Στην ορθόδοξη Υμνολογία υπογραμμίζεται, ότι η ψυχή της Θεοτόκου εχωρίσθη του νεκρού σώματός της. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο ορθόδοξος ορισμός του θανάτου. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι η Παναγία παρέδωσεν την ψυχήν της εις χείρας του Κυρίου και Υιού της. Ψυχή χωρίζεται σώματος - παραδίδεται:
- «Εν ταίς του Υιού χερσί, σήμερον την Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν» (Δοξαστικόν αποστίχων Εσπερινού ιδ' Αυγ., σελ. 76). -«Εξίσταντο Αγγέλων αι δυνάμεις, εν τη Σιών σκοπούμεναι, τον οικείον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχήν χειριζόμενον» (Κανών Ιωάν. Δαμ., σελ. 88).
Προηγήθη ο θάνατός της ως αρραβών, δηλαδή, προϋπόσχεση ζωής. Άρα πέρασε απ' την φάση του θανάτου: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοί, Παρθένε άχραντε..., και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος... και μετά θάνατον ζώσα» (Κανών Ιωάν. Δαμασκ., σελ. 88).
- «Και συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το Πνεύμα» (Εξαποστειλάριον, σελ. 89). Σώμα άψυχον - λείψανον Παναγίας:
- «Ηλάλαζεν Αποστόλων ο δήμος, και δακρύων επληρώθη ηνίκα, σου την ψυχήν την αγίαν λιπούσαν, το θεοδόχον τεθέαται σκη νωμα) (Ωδή στ', σελ. 78).
- «Όθεν ανταπέδωκεν, τοις ανόμοις ο Κύριος, δόλον γαρ ειργάσαντο τω τιμίω Λειψάνω σου» (κάθισμα Θεοτόκου του Όρθρου της ιδ' Αυγ., σελ. 76).
- «Οι θεοφόροι Απόστολοι..., καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο» (Δοξαστικόν Μεγ. Εσπερινού ιε' Αυγ., σελ. 82).
Τρίτον.
Τελείται η κηδεία της Παναγίας: - «Ήθροισται ο χορός, Μαθητών παραδόξως... κηδεύσαι σου το σώμα, το θείον» (Απόστ. μικρ. Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 81).
- «Εκ περάτων συνέδραμον, Αποστόλων οι πρόκριτοι, θεαρχίω νεύματι του κηδεύσαι σε» (Στιχηρόν προσόμοιον των Αίνων ιε' Αυγ., σελ. 89).
- «Δήμος των μαθητών αθροίζεται κηδεύσαι, Μητέρα Θεοτόκον» (Απόστιχον μικρού Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 81).
- «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε κηδεύσατέ μου το σώμα» (Εξαποστ., σελ. 81).
- «νεφέλαι τους Αποστόλους, αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν, τω αχράντω σου σώματι, οι και κηδεύσαντες σεπτώς...» (Δοξαστ. Αίνων ιε' Αυγ., σελ. 89).
Ακολουθεί ταφή. Γίνεται λόγος για «τάφον» της Παναγίας: - «Ο τάφος σου κηρύττει, Πανάμωμε, την ταφήν σου» (Προεόρτ. Καν. Ωδή ε' σελ. 77). Ενδιαφέρον τούτο. Φαίνεται ότι την εποχήν του υμνογράφου κάποιοι ηρνούντο ότι η Παναγία απέθανεν και ετάφη. Γι' αυτό ο ποιητής επιχειρηματολογεί, ότι: η ύπαρξη του τάφου σου, ω Παρθένε, μαρτυρεί ότι έγινε και ο ενταφιασμός σου σ' αυτόν. Απάντησις σε αρνητές της ταφής της Παναγίας.
- «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται» (Στιχηρά Προσόμοια μεγ. Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 82). Και εδώ ύυποδηλούται μάλλον άρνηση εκ μέρους τινών του γεγονότος του ενταφιασμού της Θεοτόκου. Ο ποιητής απορρίπτει κάθε τέτοια άρνηση, ακόμη και εκ μέρους της ιδίας της Θεοτόκου!
- «Ει ο ακατάληπτος ταύτης καρπός, δι' ον ουρανός εχρημάτισεν, ταφήν υπέστη, εκουσίως ως θνητός, πως την ταφήν αρνήσεται, η απειρογάμως κυήσασα;» (Κανών Ιωάν. Δαμασκ., Ωδή δ', σελ. 86).
- «Ω των υπέρ έννοιαν θαυμάτων, της αειπαρθένου τε και θεομήτορος! τάφον γαρ οικήσασα, έδειξε Παράδεισον» (Κανών Ιωάν. Δαμ. Ωδή θ', σελ. 88).
- «Ήρθη το σώμα μεν του τάφου» (Ωδή ζ', σελ. 79).
- «Μένει κενός ο θείος τάφος, σου του σώματος, της χάριτος δε πλήρης» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ' σελ. 79).
- «Πως... η ζωηφόρος κόρη,... τάφω νυν καλύπτεται;» (Στιχ. προσόμ. Εσπερ. ιδ' Αυγ., σελ. 75).
Είναι ποτέ δυνατόν, αγαπητέ αναγνώστα, μετά την ανίχνευση και διακρίβωση αυτή να υποστηρίξει κάποιος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Υμνογραφίαν της, και, επομένως, στην διδασκαλίαν της δεν ομολογεί την θεοτόκον ως: «και θανούσαν και ταφείσαν»; Περιοριζόμεθα σ' αυτό το σημείο και μόνον. Αυτό αρκεί στον σκοπό που θέσαμε για τη φετεινή γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», διότι πιστεύομεν ότι αληθεύει εις τας πλείστας των περιπτώσεων, αλλά και στην παρούσα, το «των φρονίμων ολίγα».
Παίρνοντας αφορμήν απ τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», θα ασχοληθούμε με μίαν αρκετά εντυπωσιακήν παραδοξότητα, σχετικήν μ' αυτήν την γιορτή και με το εννοιολογικό περιεχόμενόν της. Ίσως όμως πει κάποιος: -«Μα, δεν είναι αυτονόητη η σημασία της γιορτής; Δεν γιορτάζουμε μ’ αυτήν εμείς οι Ορθόδοξοι τον θάνατον της Παναγίας μας;». Βέβαια, αυτή η ευθεία, απλή και εύκολη απάντηση είναι και η ορθή. Μ’ αυτήν όμως εμπλέκονται και μερικά ακανθώδη προβλήματα, που συνήθως μάλλον δεν έχουν μερικοί υπ' όψη τους. Τέτοια ερωτήματα απασχόλησαν, σε δεκάδες βαθυστόχαστων βιβλίων, πραγματειών και άρθρων, ισάριθμους σοφούς και διεθνώς αναγνωρισμένους ειδικούς επιστήμονες και από διάφορες χώρες και από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους, όπως της φιλολογίας, της θεολογίας, της ιστορίας, της αρχαιολογίας και άλλων συναφών βοηθητικών επιστημών, και οι οποίοι σοφοί προσπαθούν, χωρίς βέβαια να το πετυχαίνουν πάντα, να δώσουν υπεύθυνες απαντήσεις. Εμείς πάντως θα επιχειρήσουμε να τους παρουσιάσουμε επί τροχάδην, συνοπτικά και κάπως διαγραμματικά, στο μικρό φυλλάδιο, που κρατάς στα χέρια σου, αγαπητέ αναγνώστα.
- «Και ποιο το παράδοξον, που θα διαβάσουμε σ' αυτές τις γραμμές;» Ίσως, λοιπόν, μας ξαφνιάσει το εξής αξιοπερίεργον, ότι δηλαδή το εννοιολογικόν περιεχόμενον της γιορτής της «Κοιμήσεως», που είναι ο θάνατος της Θεοτόκου, ούτε ήταν πάντοτε και παντού, ούτε και σήμερα φαίνεται να είναι από όλους αποδεκτόν. Μερικοί στο μακρυνό παρελθόν αμφισβήτησαν και κάποιοι σήμερα αμφισβητούν, το ότι η Αειπάρθενος κόρη Μαρία πέθανε κάποτε σωματικώς. Ακριβώς δε η μελέτη του ιστορικού παρελθόντος της Εκκλησίας μας οδηγεί σε ανακάλυψη τέτοιων παραβόλων ιδεών και παραδόξων αντιλήψεων για το πρόσωπον της Αειπαρθένου.
Αρχαίες αιρετικές αντιλήψεις για την «Κοίμησιν της Θεοτόκου»
Έτσι, ανιχνεύοντας την Ιστορία διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας τέτοιας τάσης ήδη από τον 4ον μ.Χ. αιώνα, πληροφορούμενοι, σχετικά, από ένα εκκλησιαστικόν Πατέρα και συγγραφέα, που ζούσε εκείνην την εποχήν, τον άγιον Επιφάνιον, επίσκοπον Κωνστάντιας (Σαλαμίνας) Κύπρου. Στο σύγγραμμά του, λοιπόν, με τίτλον «Κατά αιρέσεων...», άλλως γνωστόν και ως «Πανάριον» (Migne, Patrologia Graeca, τόμος 41, κεφ. 78 § 11), υπεραμυνόμενος της Αειπαρθενίας της Παναγίας μας κατά των τότε αιρετικών που ονομάζονταν Αντιδικομαριανίτες, λέγει επίσης και κάτι που σήμερα μάλλον μας ξαφνιάζει: ότι, δηλαδή, «η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει διόλου εάν η Παναγία μας πέθανε, ή, όχι, εάν ετάφη, ή, όχι. Αυτό κάνει τον άγιον να διστάζει να υποστηρίξει, εάν η Θεοτόκος ζούσε ακόμη, στην εποχήν του, δηλαδή τον 4ον αιώνα, ή, αν είχε ήδη πεθάνει. Σημειώνει δε ο άγιος επίσκοπος, ότι «αυτή η σιωπή της Αγίας Γραφής αποτελεί ένα βαθύ μυστήριον»! Ολίγον κατωτέρω, στο ίδιο έργον του (κεφ. 78 § 24) ο ιερός Επιφάνιος απαριθμεί τρεις, διαφορετικές μεταξύ τους, δυνατότητες-εκδοχές, σχετικές με τον θάνατον της Αειπαρθένου, που μας απασχολεί: α) Ίσως, λέγει, η Παναγία απέθανεν και ετάφη, β) Ή, πιθανόν, υπέστη βίαιον θάνατον, γ) Είτε, τέλος, συνεχίζει να ζει ακόμη πάνω σ' αυτή τη γη, όπως πριν, σ' ένα όμως τόπον που δεν είναι γνωστός σε κανένα.
Τέτοιες πληροφορίες, όπως αυτή του 4ου αιώνα μ.Χ., που μάλλον μας εκπλήσσουν, αποτελούν ενδείξεις, ότι από τότε κι' όλας, αλλά ίσως και ακόμη πολύ πρότερον, υπήρξαν μερικοί, μάλλον εκτός Εκκλησίας, δηλαδή κάποιοι από αιρετικούς κύκλους, οι οποίοι επινοούσαν, προωθούσαν και διέδιδαν απόψεις παράξενες και διδασκαλίες αλλόκοτες, όπως αυτή, σχετικά με το τέλος της επίγειας ζωής της Θεοτόκου. Ισχυρίζονταν ότι η Παναγία μητέρα του Κυρίου μας δεν «εκοιμήθη», όπως ψάλλει και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Διετείνοντο, δηλαδή, ότι δεν απέθανε, ότι δεν εχωρίσθη η μακαρία και παναγία ψυχή της από το πανάχραντον και άσπιλον σώμα της. Σαν απλούστατον δε λόγον γι' αυτήν την γνώμην πρόβαλλαν το ότι δεν άρμοζε τάχα στην Παναγία μας να ακολουθήσει την κοινήν μοίραν των ανθρώπων, είτε αυτοί ήσαν απόστολοι, ή μάρτυρες, ή άγιοι της Εκκλησίας. Φαίνεται δε, ότι οι διάφοροι αιρετικοί, που πολεμούσαν λυσσωδώς το πρόσωπον της Θεοτόκου, χωρίζονταν σε δύο παρατάξεις: στους αριστερούς, που μείωναν εμφανώς το πρόσωπον και τον ρόλον της, και στους δεξιούς, σ' αυτούς που δήθεν εκόπτοντο να εξυψώσουν την προσωπικότητά της και πλειοδοτούσαν σ' αυτό. Ο στόχος των εχθρών της Εκκλησίας ήταν ένας: είτε δια των δεξιών, είτε δια των αριστερών όπλων, είτε δηλαδή υπερτιμώντας, είτε υποτιμώντας το πρόσωπον της Παναγίας, τους αρκούσε να εισαγάγουν πλάνες και αιρέσεις στην Εκκλησίαν.
Έτσι, η δεξιά αιρετική παράταξη, που μας ενδιαφέρει για το θέμα μας, είχε σαν αφετηρίαν της σκέψης της, ότι: η Παναγία μας αποτελούσε μοναδικήν περίπτωση, αποκλειστικήν εξαίρεση και στο σημείο αυτό, το σχετικό με το τέλος της επίγειας ζωής της. Αλήθεια!... Ποιος δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια αντίληψη για την Παναγία μας, εάν δεν είχε διάκριση και δεν ήταν αυστηρά προσκολλημένος στο βράχο της Εκκλησιαστικής πίστης, αφού εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι μια τέτοια διδασκαλία εξαιρέτως τιμά και αναφανδόν εξυψώνει την Αειπάρθενον Μητέρα μας; Δεν είναι ιδιαίτερα γαργαλιστική η εξής ερώτηση, που φαίνεται ότι έκαναν οι αιρετικοί στους Ορθοδόξους; - Πως θα ήταν δυνατόν να την αφήσει να πεθάνει, αφού μπορούσε ο Κύριος και υιός της να εμποδίσει τον θάνατόν της; Φαίνεται δε, ότι τέτοιοι λογικοφανείς συλλογισμοί, που γίνονταν εκτός Εκκλησίας, σε κύκλους αιρετικών, απέβαιναν στη συνέχεια και διαλογισμοί, που μπέρδεψαν ακόμη και μεμονωμένους εκκλησιαστικούς άνδρες, οχι όμως, βέβαια, και την Εκκλησίαν. Ποτέ η επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν ισχυρίστηκε ότι η Παναγία δεν πέθανε.
Οι οπαδοί τέτοιων αντιλήψεων δεν έλεγαν απλώς ότι ο θάνατος της Αειπαρθένου δεν είχε τίποτε από τη δριμύτητα, την αγωνίαν, την απόγνωση, την λύπην που έχει ο θάνατος των κοινών ανθρώπων και μάλιστα ενδεδυμένων την αμαρτίαν ώσπερ ιμάτιον. Δεν ισχυρίζονταν απλώς, ότι ο θάνατός της ήταν γαλήνιος, μακάριος, πανευτυχής, γλυκύτατος σαν ηδύς ύπνος, αφού η ψυχή της θα συναντούσε τον πεφιλημένον της Υιόν. Ούτε, ακόμη, διετείνοντο μόνον, ότι αυτή απέθανε μεν, άλλ' ότι ο γυιός της δεν την άφησε να γνωρίσει την αποσύνθεση του νεκρού της σώματος. Ούτε, πάλιν, εννοούσαν, ότι ο γυιός της δεν την εγκατέλειψε στην κυριαρχίαν του θανάτου, αλλά μετ' ολίγον την ανέστησεν, ή, ότι αφού αυτή πρώτα πέθανε, ακολούθως το σώμα της μετέστη στους ουρανούς. Αυτά τα «λίγα» για τους αιρετικούς και ετεροδοξούντες του απωτέρου παρελθόντος.
Σύγχρονες αιρετικές γνώμες για την «Κοίμηση της Θεοτόκου»:
Όμως αγαπητέ αναγνώστα, αν το φυλλάδιον αυτό το αφιερώνουμε ειδικά στο θέμα του θανάτου της Παναγίας μας, με αφορμήν την αυγουστιάτικη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», είναι επειδή, όχι μόνο στο μακρινόν παρελθόν, αλλά και στην εποχή μας μερικοί ανασύρουν απ' τα βάθη των αιώνων και εκσυγχρονίζουν αυτήν την αιρετικήν αντίληψη, ότι η Παναγία δεν «εκοιμήθη», δεν πέθανε πραγματικά και αληθινά. Και ποιοί είναι αυτοί που ανασκάπτουν το παρελθόν, για να εισκομίσουν στη σημερινή ανθρωπότητα μιαν τόσο δεινήν αίρεση; Οι τυμβωρύχοι αυτοί που σαν ύαινες ανασκάπτουν το παρελθόν και το αναδιφούν, ακούνε στο όνομα «Παπικοί». Αυτοί, λανθανόντως ή ιεροκρυφίως φαίνεται, ότι συμμερίζονται την άποψη, ότι η Παναγία δεν πέθανε σωματικώς, και εργάζονται σκοτεινώς για την εν ευθέτω καιρώ ανακήρυξη της γνώμης τους αυτής σε νέον δόγμα! Να, γιατί το ζήτημα που μας απασχολεί και θρησκευτικόν ενδιαφέρον αποκτά και εκκλησιαστικήν επικαιρότητα έχει, ιδιαίτερα τώρα στην περίοδο του δεκαπεντΑυγουστου, το οποίον μας προετοιμάζει ακριβώς για τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου». Φαντασθείτε τι θα εσήμαινε να γιορτάζουμε την «Κοίμηση» και η Παναγία να μην είχεν «κοιμηθεί».
Πράγματι, είναι εύκολον να παρατηρήσουμε το εξής χαρακτηριστικό των Παπικών για το θέμα μας: Αυτοί, κατά κανόνα, μιλούν μόνο για «Μετάσταση της Αειπαρθένου», και αποφεύγουν να μιλήσουν για «Κοίμηση», δηλαδή για σωματικό θάνατό της. Κάθε δε φοράν, πράγμα σπάνιον, που κατ' εξαίρεση κάνουν λόγο για την «Κοίμηση» (που τη λένε Dormitio), διευκρινίζουν αμέσως, ότι πρόκειται για μιαν βυζαντινήν, δηλαδή ανατολικήν, ορθόδοξον εορτήν. Το αξιοπρόσεκτον είναι, ότι όταν αναφέρουν τη φράση: «ο θάνατος της (αειπαρθένου) Μαρίας», σπεύδουν να εξηγήσουν, ότι πρόκειται για κάτι, το οποίον οι άλλοι, π.χ. οι ορθόδοξοι, δέχονται, ενώ οι ίδιοι, οι παπικοί, αυτόν τον «θάνατον» της Θεοτόκου τον εννοούν με άλλην σημασίαν, του δίδουν άλλο νόημα, μοναδικό, θεωρώντας τον «θάνατόν» της μη πραγματικόν, μη σωματικόν θάνατον. Τον θεωρούν μόνον «κατ' αναλογίαν» προς τον πραγματικόν θάνατον των λοιπών ανθρώπων, που σημαίνει ότι εννοούν τον «θάνατον» της Θεοτόκου ως... «μη θάνατον»!!! Και για να μη θεωρηθούμε «φιλοκατήγοροι», θα τεκμηριώσουμε τους ισχυρισμούς μας αναφερόμενοι σε επίσημα κείμενα του πάπα, καθώς και σε εκείνα σημαινόντων παπικών.
Την 1ην Νοεμβρίου του 1950, ο Πάπας Πίος ο 12ος εξέδωσε Εγκύκλιον-Βούλλαν παπικήν, η οποία, -όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι παπικές Βούλλες απ' τις δύο-τρεις αρχικές λέξεις τους-, είναι γνωστή με την ονομασίαν: «Munificentissimus Deus» (=Ο Μεγαλοδωρότατος Θεός), με την οποίαν ο ρωμαίος Ποντίφηκαςανακήρυσσε σε δόγμα της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την διδασκαλίαν περί της «Μεταστάσεως» της Παναγίας μας στον Ουρανό, με τα εξής ακριβώς λόγια, μεταφρασθέντα από τα λατινικά: «Η άσπιλος και αειπάρθενος Θεομήτωρ Μαρία, μετά την ολοκλήρωση της επίγειας διαδρομής της ζωής της, ανελήφθη μετά του σώματος και της ψυχής της εις την ουρανίαν μεγαλειότητα. Συνεπώς, εάν κάποιος, πράγμα που απευχόμεθα να το επιτρέψει ο Θεός, τολμήσει είτε να αρνηθεί είτε συνειδητά να αμφισβητήσει αυτήν την αλήθεια, η οποία καθορίστηκε από εμάς, να ξέρει ότι είναι παντελώς έκπτωτος από την θεϊκήν και καθολικήν Πίστη». (Ρ. Cattin Ο.Ρ. και Η. Th. Conus Ο.Ρ., Heilslehre der Kirche. Documente von Pius IX bis Pius XII, γερμανική έκδοση Α. Rohrbasser, 1953).
Από το λατινικό κείμενο της παπικής Εγκυκλίου, το ύποπτον όσον και επίμαχον για το θέμα μας σημείον είναι ακριβώς η παπική φράση: «expleto terrestris vitae cursu» (=ολοκληρωθείσης της διαδρομής της επίγειας ζωής» (της Παναγίας).
Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι εδώ, συνειδητά και σκόπιμα αποφεύγει ο Πάπας να κάνει λόγο για τον θάνατο της Παναγίας μας. Είναι σαν να λέει: «Αφού η Παναγία συμπλήρωσε τον κύκλο του βίου της και έφτασε στο τέρμα της επίγειας ζωής της (δεν απέθανεν, αλλ' ακριβώς πριν πεθάνει, δηλαδή χωρίς καν να πεθάνει), ανελήφθη με το σώμα και την ψυχήν της στον ουρανό. Ότι δε, στο σημείο αυτό, ο πάπας ενεργεί όχι τυχαία και συμπτωματικά, αλλά συνειδητά και σκόπιμα αποφεύγει να μιλήσει για «Κοίμηση», δηλαδή για θάνατον σωματικόν της Παναγίας, κι ότι δεν είμαστε εμείς οι φιλύποπτοι και ευφάνταστοι και επινοητές και αποδίδοντες στον πάπα προθέσεις, που αυτός δήθεν δεν έχει, θα φανεί στη συνέχεια, απ' τα σχόλια και τις ερμηνείες που παραθέτουμε, παρμένες από συγγράμματα των ιδίων των παπικών και μάλιστα των διασημότερων απ' αυτούς, του Γερμανού MichaelSchmaus, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, που εθεωρείτο ο μεγαλύτερος σύγχρονος μας παπικός δογματολόγος, και του Γάλλου Gervais Dumeige, του εκ των τα πρώτα κατεχόντων, μεταξύ των σημερινών θεολόγων του γαλατικού παπισμού.
Ο Schmaus, λοιπόν, γράφει σχετικά με την ένοχη αποσιώπηση του πάπα Πίου του 12ου: «Η Εγκύκλιος της δογματοποίησης λέγει μόνον, ότι η Μαρία μετά την ολοκληρωση της επίγειας πορείας της ζωής της... σωματικώς ανελήφθη στον Ουρανό». (Katholische Dogmatik, Band V, Mariologie, S. 246, Max Hueber Verlag, Munchen 19612). Τι όμως εννοεί ο Schmaus, όταν γράφει αυτό το: «λέγει μόνον»; Κατωτέρω, ο ίδιος, γίνεται σαφέστερος, όταν σχολιάζει ως εξής: «Η Βούλλα της δογματοποίησης δεν παίρνει καμιάν θέση απέναντι σ' αυτό το θέμα», δηλαδή του θανάτου της Παρθένου, (αυτόθι σελ. 242).
Ο δε Γάλλος ομόλογός του, G. Dumeige, είναι εκφραστικότερος, γιατί γράφει γι' αυτήν την παπικήν Εγκύκλιον: «Η Αποστολική Διάταξη, η οποία αφήνει ανοικτό το θέμα, εάν η Μαρία απέθανεν ή όχι, δίνει μιαν γενική άποψη της ιστορίας αυτής της δοξασίας». (G. Dumeige, La Foi Catholique, p. 234, ed. de l' Orante, Paris 1996). Άρα, συνειδητά και σκόπιμα παραλείπεται από τον Πάπα η αναφορά στον θάνατον της Αειπαρθένου, διότι, απλούστατα, οι παπικοί δεν πιστεύουν ότι έλαβε χώραν αυτός. Επί πλέον, ο θάνατος της Παναγίας μας χαρακτηρίζεται από τον Dumeige ως μία «δοξασία» (croyance). Ξέρουμε, βέβαια, τι θέλει να πει ο Γάλλος παπικός. Οπωσδήποτε, ότι ο θάνατος της Παρθένου δεν είναι πραγματικόν γεγονός, αλλά μια αστήρικτη κι αδέσποτη γνώμη κι όχι μια αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Δεν είμαστε, λοιπόν, εμείς οι φιλύποπτοι, ούτε και επινοούμε επινοήσεις, άλλ' ούτε και αποδίδουμε στο παπικόν κείμενον ανύπαρκτες σκοπιμότητες και προθέσεις, που αυτό δεν έχει. Άρα διαπιστώνουμε, πως οι αριστείς του Παπισμού ομολογούν, ότι στο σημείο αυτό της δογματικής διάταξης, ο Πάπας Πίος ο 12ος, συνειδητά και σκόπιμα, κι όχι τυχαία, συμπτωματικά και άδολα παραλείπει να αναφερθεί στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», και ότι η «Κοίμηση» θεωρείται μια απλή «δοξασία» κι όχι αλήθεια της πίστης, κρίνεται δε σαν κάτι το θεολογικώς, τουλάχιστον, «αμφισβητούμενον», ή, μάλλον, κάτι το εμφανώς αθεμελίωτον και παντελώς αστήρικτον. Στο σημείο αυτό, χωρίς να διεκδικούμε προφητική ικανότητα, αφού τα ίδια τα παπικά κείμενα και οι διαθέσεις, η νοοτροπία και αι παπικές μέθοδοι το δακτυλοδεικτούν, δεν θα κινδυνεύαμε να πέσουμε έξω, εάν προειδοποιούσαμεν, ότι εν ευθέτω χρόνω ένα νέον παπικό δόγμα-έκπληξη θα διατυπωθεί, ότι δηλαδή η Παναγία δεν απέθανε και μάλιστα ότι δεν μπορούσε, και δεν ήταν δυνατόν και δεν έπρεπε να αποθάνει και γι' αυτό δεν πέθανε.
Όχι ότι ο Πάπας δεν το έχει ήδη φανερώσει το δόγμα αυτό. Εννοούμε βέβαια ότι το διετύπωσεν δια της μεθόδου της αποσιώπησης. Σκοπός του Πάπα την 1ην Νοεμβρίου του 1950 δεν ήταν τόσο να διατυπώσει το νέον δόγμα της «Μεταστάσεως της Θεοτόκου». Ήθελε περισσότερον να ρίψει σκιάν στον θάνατον της Παρθένου. Αυτόν ήθελε να αρνηθεί ουσιαστικά. Είναι πλατειά γνωστόν ότι το δόγμα του 1950 το προετοίμαζαν ήδη από την Α' Σύνοδον του Βατικανού, από το 1870. Όμως λίγα χρόνια πριν το 1950, τα πρωτοπαλλήκαρα του παπισμού προλείαναν το έδαφος με την κυκλοφορίαν ειδικών συγγραμμάτων. Εννοούμεν και άλλα, αλλά κυρίως δύο βασικά: Την εργασίαν του Martin Jugie («La mort et l'assomption de la Sainte Vierge», Citta del Vaticano 1944) και του Ο. Faller («De priorum saeculorum silentio circa Assumptionem Beatae Mariae Virginis» Roma 1946). Ο πρώτος απ' τους δύο, ειδικευμένος σε θέματα σχετικά με τη διδασκαλία, τη ζωή, τα συγγράμματα, την ιστορία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, -έγραψε μάλιστα και πεντάτομον έργον ειδικά για την δογματικήν διδασκαλίαν των ανατολικών Χριστιανών-, στο μνημονευθέν ανωτέρω έργον του, εξετάζει τα περί του θανάτου της Θεοτόκου και καταλήγει στην άρνησή του, προετοιμάζοντας έτσι, εξ χρόνια πριν, την κήρυξη του δόγματος του 1950.
Ο δε δεύτερος, ο Faller, κι αυτός, τέσσερα χρόνια πριν την διατύπωση του νέου παπικού δόγματος, συμπληρώνει και ενισχύει το έργον του Jugie απελευθερώνονται τον δρόμο για την εμφάνιση του δόγματος αυτού, δεδομένου ότι στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο υπήρχαν ενιαχού και αντιδράσεις κατά της προετοιμασίας του καινούργιου θεσφάτου. Στο προμνημονευθέν βιβλίον του, ο Faller, μεταξύ άλλων κειμένων, παραθέτει κι ένα απόσπασμα ομιλίας κάποιου άγνωστου άπ' άλλου πρεσβύτερου Τιμόθεου Ιεροσολυμίτου. Το κείμενο αυτό το χρονολόγησε ο Faller ως του 4ου αιώνα και το χρησιμοποίησε προκειμένου να αποδείξει, ότι απ' τον 4οαιώνα η Εκκλησία εδίδασκεν επίσημα, ότι η Παναγία δεν πέθανε. Το απόσπασμα της Ομιλίας του Ιεροσολυμίτη Τιμόθεου αυτό έγραφε. Με την δημοσίευση όμως απ' τον Faller αυτού του αποσπάσματος και την χρονολόγησή του, ξέσπασεν η θύελλα μεταξύ των επιστημόνων του παπισμού. Δεν συμφώνησαν όλοι ότι το απόσπασμα είναι του 4ου αιώνα. Μεγάλοι θεολόγοι, φιλόλογοι, ιστορικοί του Πάπα το θεώρησαν πολύ μεταγενέστερον, κατά δύο αιώνες. Πρώτος διαφωνήσας ήταν ο πολύς Β. Altaner («Zur Frage der Definibilitat der Assumptio Beatae Mariae Virginis», εν Theologische Revue 44 [1948], 129-140). Με τον Altaner συμφώνησαν και άλλοι κορυφαίοι επιστήμονες όπως ο Α. Mai και ο Bardenhewer. Όλοι τους συμφωνούν ότι το κείμενο είναι μόλις του 6ου αιώνα. Αλλά αφού είναι του 6ου αιώνα, δεν έχει και τη σπουδαιότητα που του αποδίδει ο Faller, για τον λόγον, ότι τον 6ο αιώνα έχομεν πλέον άφθονες μαρτυρίες κειμένων που λύνουν τις τυχόν απορίες μας σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας στο ζήτημα του θανάτου της Παναγίας. Και κάτι ακόμη: κι αν το απόσπασμα ήταν του 4ου αιώνα, λέγει ο Altaner, δεν θα εσήμαινεν ότι η επίσημη Εκκλησία απεδέχετο και εκήρυττε τέτοιαν διδασκαλίαν, διότι, εκτός των άλλων, ο συγγραφέας του είναι και άλλως άγνωστος αλλά και ασήμαντος, για να πούμε ότι εκφράζει την επίσημον Εκκλησίαν, οι δε πηγές που άντλησε το περιεχόμενό του είναι και γνωστές και προπαντός ύποπτες. Κατά τον Altaner, μέχρι τον 5ο αιώνα έχομεν σιωπήν των κειμένων για τον θάνατο ή μη της Θεοτόκου. Τέλος, γενικώτερα, είναι σίγουρο ότι σωματικόν θάνατον της Παναγίας, δηλαδή χωρισμόν ψυχής εκ του σώματος δεν δέχονται οι παπικοί. Περιοριζόμαστε γι' αυτό να παραπέμψουμε στο κεφάλαιον που αφιερώνει ο Schmaus με τον τίτλον: Ο θάνατος της Μαρίας (Schmaus, μνημ. έργον, σελ. 241-242).
Πάντως, δεν θα αναπτύξουμε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι παπικοί για να αποδείξουν το γιατί η Παναγία δεν μπορούσε να πεθάνει και το γιατί δεν πρέπει να πέθανε. Ούτε θα αντιπαρατάξουμε ορθόδοξα επιχειρήματα για να αποδείξουμε το γιατί έχουν άδικον οι παπικοί. Αυτά είναι ξεχωριστά ζητήματα, που θα μας έδινε μεν χαρά να τα αναπτύξουμε, εάν βέβαια μας το επέτρεπεν η στενοχωρία του φυλλαδίου μας, που και για μας αποτελεί εξ ίσου μεγάλην, προς το παρόν, στενοχωρίαν. Ο κίνδυνος, όμως, απ' τον Παπισμό, δεν είναι μόνον το ότι εισάγει νέα, ανήκουστα, αστήρικτα, καινοφανή και αιρετίζοντα δόγματα στην Εκκλησίαν του. Γιατί, με γειά του, με χαρά του!, όπως στις περιπτώσεις αυτές λέμε. Του Πάπα είναι η παπική Εκκλησία κι ό,τι θέλει την κάνει. Εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Έχει δικαίωμα να είναι νοικοκύρης στο σπίτι του! Ίσως όμως πει κάποιος: -«Αλλά τότε, τι κάθεσθε και ασχολείσθε με τέτοια θέματα, που δεν αφορούν εμάς τους Ορθοδόξους και είναι εσωτερικά ζητήματα του παπισμού;» Απαντώμεν: Αν ασχολούμεθα μ' αυτά τα θέματα και τους δίνουμε αυτές τις προεκτάσεις, είναι γιατί και στο παρελθόν, και σήμερα δυστυχώς, αλλά και στο μέλλον, -αλλοίμονον!...-, ο παπισμός ήξερε, ξέρει, και θα ξέρει, απ' την αιωνόβια πείρα του, την μεγάλη τέχνη του «Εξαγωγικού Εμπορίου» του. Εννοούμεν, δηλαδή, ότι ο Παπισμός δεν περιορίζεται σε εσωτερική κατανάλωση, αλλά εξάγει τις διδασκαλίες του και τις διαδίδει διεθνώς.
Γι' αυτό ασχολούμεθα με το θέμα αυτό, και το θίγουμε σε δύο μάλιστα φάσεις: Πρώτον, θέλαμε να αποδείξουμε -και πιστεύομεν ότι ευκρινώς και ικανοποιητικά το πραγματευθήκαμε-, ότι ο παπισμός δεν δέχεται σωματικόν θάνατον της Θεοτόκου. Δεύτερον. Θα αποδείξουμε κατωτέρω, ότι όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται και κηρύττει και εορτάζει και πανηγυρίζει την «Κοίμησιν», διδάσκουσα ότι η Παναγία πρώτον απέθανεν σωματικώς και εν συνεχεία μετέστη εν σώματι στον Ουρανόν, Αυτό το δεύτερον θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
Γιατί όμως είναι αναγκαίον και χρησιμότατον να αποδειχθούν οι δύο αυτές προτάσεις; Απλούστατα, γιατί οι παπικοί στην μανιώδη προσηλυτιστική τους προσπάθεια χρησιμοποιούν αυτές τις δύο φάσεις: Πρώτον: στην αρχή ισχυρίζονται ότι δεν αρνούνται τον θάνατον της Παναγίας ή, ότι τον εννοούν με άλλην έννοιαν, και ότι, άρα, τους αδικούμε αποδίδοντάς τους ανακριβώς αντιλήψεις που και οι ίδιοι δήθεν απορρίπτουν. Δεύτερον: στη δεύτερη φάση, όταν δηλαδή, δεν πείσουν με την πρώτη, λέγουν το εξής: - «Ναι, όντως δεν δεχόμεθα ότι η Παναγία πέθανε, άλλ' ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται τον σωματικόν θάνατο της Παναγίας. Να, γιατί, αγαπητέ αναγνώστα, χρειάζεται να συμπληρώσουμε την έρευνά μας και να δούμε, εάν όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται ή όχι τον σωματικόν της Παναγίας θάνατον πριν από την Μετάστασή της στους Ουρανούς.
Δέχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία τον πραγματικόν και αληθινόν σωματικόν θάνατον της Θεοτόκου, δηλαδή τον χωρισμόν της αγίας ψυχής της από το πανάχραντο σώμα της, πριν απ' την Μετάσταση στους Ουρανούς;
Επειδή είναι γενικά αναγνωρισμένον και αποδεκτόν, ότι η διδασκαλία και το δόγμα εμπεριέχονται στην Λατρεία και, επομένως, στην Υμνογραφίαν της Εκκλησίας μας, θα παραθέσουμε όσον το δυνατόν συστηματικώς κατανεμημένα αποσπάσματα από την Υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, για να δούμε ποια είναι η επίσημη θέση της στο επίμαχο ζήτημα: Οι παραθέσεις γίνονται από το Μηναίον Αυγούστου (Έκδ. Αποστολ. Διακονίας, 1989). Οι σελίδες είναι αυτές του Μηναίου. Πρώτον.
Η ορθόδοξος Υμνολογία, για να δηλώσει την αποδημίαν της Θεοτόκου, χρησιμοποιεί τους όρους: Κοίμησις, Θάνατος, Νέκρωσις: π.χ. Κοίμησις
- «Και ύμνησε θεοπρεπώς, σου την θείαν Πανάμωμε Κοίμησιν» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή στ', σελ. 78).
- «τους υμνητάς της φαιδράς σου Κοιμήσεως» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ', σελ. 80).
- «οι Δίκαιοι, εν τη Κοιμήσει σου, Κόρη, υμνολογούντες σε» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ', σελ. 80).
- «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε» (Απολυτίκιον ιε' Αυγ., σελ. 84).
Επομένως, η γιορτή της ιε' Αυγούστου δεν είναι μόνον η Μετάσταση, αλλά και η Κοίμηση. Το Συναξάριον της ιε' Αυγούστου λέγει μεν: «Τη ΙΕ' του αυτού μηνός, Μνήμη της σεβάσμιας Μεταστάσεως...», αλλά αμέσως κατόπιν οι στίχοι λέγουν: «Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην, Του κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος Ζη αεί Θεομήτωρ, καν δεκάτη θάνε πέμπτη».
Το δε περιεχόμενον της Κοιμήσεως αναλυτικώς έχει ως εξής: «Την ζωήν η κυήσασα, προς ζωήν μεταβέβηκας, τη σεπτή Κοιμήσει σου την αθάνατον, δορυφορούντων Αγγέλων σοι, Αρχών και Δυνάμεων, Αποστόλων, Προφητών, και απάσης της κτίσεως, δεχόμενου τε, ακηράτοις παλάμαις του Υιού σου, την αμώμητον ψυχήν σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε» (Στιχηρόν προσόμοιον Αίνων ιε' Αυγ. σελ. 89).
Νέκρωσις:
«Εν τη Κοιμήσει σου, νέκρωσις άφθορος» (Κάθισμα ιε' Αυγ., σελ. 84) «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν» (Κοντάκιον ιε' Αυγ., σελ. 87), αυτό σημαίνει ότι ετάφη, και ενεκρώθη, μεν, αλλά, τελικά, διεξέφυγεν αυτών των καταστάσεων.
- «Νέκρωσιν πως υπέστης, η τον νεκρωτήν του Άδου κυήσασα;» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή α', σελ. 76).
- «Ω θαύματος καινού! ω τεραστίου ξένου! πως νέκρωσιν υπέστη, η ζωηφόρος κόρη» (Στιχηρόν προσόμοιον εσπερ. ιδ' Αυγ. σελ. 75).
Θάνατος - η Παναγία θνητή: «Γυναίκα σε θνητήν, άλλ' υπερφυές και Μητέρα Θεού είδότες...» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή γ', σελ. 85).
- «Δια θανάτου γαρ προς την ζωήν μεταβέβηκας» (Κανών Ίωάν. Δαμ. Ωδή ζ', σελ. 86).
- «Πως ουν το άχραντον, ζωαρχικόν τε σου σκήνωμα, της του θανάτου πείρας, γέγονεν μέτοχον,» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή ζ', σελ. 86).
- «όμως μιμούμενη δε, τον ποιητήν σου και Υίόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις» (Κανών Α', Ωδή α', ιε' Αυγ. σελ. 85).
- «Νόμους της φύσεως λαθούσα, τη κυήσει σου, τω ανθρωπίνω νόμω θνήσκεις μόνη Αγνή» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ', σελ. 79). Δεύτερον:
Στην ορθόδοξη Υμνολογία υπογραμμίζεται, ότι η ψυχή της Θεοτόκου εχωρίσθη του νεκρού σώματός της. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο ορθόδοξος ορισμός του θανάτου. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι η Παναγία παρέδωσεν την ψυχήν της εις χείρας του Κυρίου και Υιού της. Ψυχή χωρίζεται σώματος - παραδίδεται:
- «Εν ταίς του Υιού χερσί, σήμερον την Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν» (Δοξαστικόν αποστίχων Εσπερινού ιδ' Αυγ., σελ. 76). -«Εξίσταντο Αγγέλων αι δυνάμεις, εν τη Σιών σκοπούμεναι, τον οικείον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχήν χειριζόμενον» (Κανών Ιωάν. Δαμ., σελ. 88).
Προηγήθη ο θάνατός της ως αρραβών, δηλαδή, προϋπόσχεση ζωής. Άρα πέρασε απ' την φάση του θανάτου: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοί, Παρθένε άχραντε..., και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος... και μετά θάνατον ζώσα» (Κανών Ιωάν. Δαμασκ., σελ. 88).
- «Και συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το Πνεύμα» (Εξαποστειλάριον, σελ. 89). Σώμα άψυχον - λείψανον Παναγίας:
- «Ηλάλαζεν Αποστόλων ο δήμος, και δακρύων επληρώθη ηνίκα, σου την ψυχήν την αγίαν λιπούσαν, το θεοδόχον τεθέαται σκη νωμα) (Ωδή στ', σελ. 78).
- «Όθεν ανταπέδωκεν, τοις ανόμοις ο Κύριος, δόλον γαρ ειργάσαντο τω τιμίω Λειψάνω σου» (κάθισμα Θεοτόκου του Όρθρου της ιδ' Αυγ., σελ. 76).
- «Οι θεοφόροι Απόστολοι..., καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο» (Δοξαστικόν Μεγ. Εσπερινού ιε' Αυγ., σελ. 82).
Τρίτον.
Τελείται η κηδεία της Παναγίας: - «Ήθροισται ο χορός, Μαθητών παραδόξως... κηδεύσαι σου το σώμα, το θείον» (Απόστ. μικρ. Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 81).
- «Εκ περάτων συνέδραμον, Αποστόλων οι πρόκριτοι, θεαρχίω νεύματι του κηδεύσαι σε» (Στιχηρόν προσόμοιον των Αίνων ιε' Αυγ., σελ. 89).
- «Δήμος των μαθητών αθροίζεται κηδεύσαι, Μητέρα Θεοτόκον» (Απόστιχον μικρού Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 81).
- «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε κηδεύσατέ μου το σώμα» (Εξαποστ., σελ. 81).
- «νεφέλαι τους Αποστόλους, αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν, τω αχράντω σου σώματι, οι και κηδεύσαντες σεπτώς...» (Δοξαστ. Αίνων ιε' Αυγ., σελ. 89).
Ακολουθεί ταφή. Γίνεται λόγος για «τάφον» της Παναγίας: - «Ο τάφος σου κηρύττει, Πανάμωμε, την ταφήν σου» (Προεόρτ. Καν. Ωδή ε' σελ. 77). Ενδιαφέρον τούτο. Φαίνεται ότι την εποχήν του υμνογράφου κάποιοι ηρνούντο ότι η Παναγία απέθανεν και ετάφη. Γι' αυτό ο ποιητής επιχειρηματολογεί, ότι: η ύπαρξη του τάφου σου, ω Παρθένε, μαρτυρεί ότι έγινε και ο ενταφιασμός σου σ' αυτόν. Απάντησις σε αρνητές της ταφής της Παναγίας.
- «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται» (Στιχηρά Προσόμοια μεγ. Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 82). Και εδώ ύυποδηλούται μάλλον άρνηση εκ μέρους τινών του γεγονότος του ενταφιασμού της Θεοτόκου. Ο ποιητής απορρίπτει κάθε τέτοια άρνηση, ακόμη και εκ μέρους της ιδίας της Θεοτόκου!
- «Ει ο ακατάληπτος ταύτης καρπός, δι' ον ουρανός εχρημάτισεν, ταφήν υπέστη, εκουσίως ως θνητός, πως την ταφήν αρνήσεται, η απειρογάμως κυήσασα;» (Κανών Ιωάν. Δαμασκ., Ωδή δ', σελ. 86).
- «Ω των υπέρ έννοιαν θαυμάτων, της αειπαρθένου τε και θεομήτορος! τάφον γαρ οικήσασα, έδειξε Παράδεισον» (Κανών Ιωάν. Δαμ. Ωδή θ', σελ. 88).
- «Ήρθη το σώμα μεν του τάφου» (Ωδή ζ', σελ. 79).
- «Μένει κενός ο θείος τάφος, σου του σώματος, της χάριτος δε πλήρης» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ' σελ. 79).
- «Πως... η ζωηφόρος κόρη,... τάφω νυν καλύπτεται;» (Στιχ. προσόμ. Εσπερ. ιδ' Αυγ., σελ. 75).
Είναι ποτέ δυνατόν, αγαπητέ αναγνώστα, μετά την ανίχνευση και διακρίβωση αυτή να υποστηρίξει κάποιος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Υμνογραφίαν της, και, επομένως, στην διδασκαλίαν της δεν ομολογεί την θεοτόκον ως: «και θανούσαν και ταφείσαν»; Περιοριζόμεθα σ' αυτό το σημείο και μόνον. Αυτό αρκεί στον σκοπό που θέσαμε για τη φετεινή γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», διότι πιστεύομεν ότι αληθεύει εις τας πλείστας των περιπτώσεων, αλλά και στην παρούσα, το «των φρονίμων ολίγα».