Γράφει ο Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος
«Μετανοίας ὁ καιρός∙ προσέρχομαί σοι τῷ Πλαστουργῷ μου∙ ἆρον τόν κλοιόν ἀπ᾿ ἐμοῦ τόν βαρύν, τόν τῆς ἁμαρτίας, καί ὡς εὔσπλαγχνός μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».
Τό ἀνωτέρω ἱερό ὑμνολόγημα εἶναι ἕνα ἀπό τά 250 τροπάρια τοῦ γνωστοῦ καί λίαν κατανυκτικοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πολύστροφο λειτουργικό ποίημα σπανίας τέχνης καί βαθυτάτης πνευματικῆς ἐμπειρίας καί ψάλλεται στούς ναούς κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Στό τροπάριο αὐτό, βλέπουμε τόν ἐμπνευσμένο μελωδό, ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης (+740 μ.Χ.) νά ἐκφράζει τήν ἐκ μυχίων καρδίας ταπείνωσή του καί τήν ὁλόθερμη μετάνοιά του (καίτοι ἅγιος καί θεοφόρος) καί νά μᾶς διδάσκει μέ τό ἀπαράμιλλο ποιητικό του τάλαντο τή μεγίστη ἀξία τῆς ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ἀρετή καί ἔννοια ἡ ὁποία διήκει καί διέπει ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική, ὀθόδοξη ζωή.
«Μετανοίας ὁ καιρός»!
Μέσα στήν κατανυκτική περίοδο τοῦ Τριωδίου καί κυρίως στόν κορμό της πού εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ πνευματική αὐτή παλαίστρα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἰδιάζον στοιχεῖο, ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἀρετή τήν ὁποία καλούμαστε ὅλοι νά ἀσκήσουμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις, ὥστε να οἰκειωθοῦμε τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά προετοιμαστοῦμε στήν ὑποδοχή τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀχράντων Παθῶν και τῆς Λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, μέσα ἀπό τήν προβλεπομένη διαδικασία τοῦ ψυχικοῦ καθαρμοῦ, εἶναι ἡ ἀρετή τῆς μετανοίας.
Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι ἡ μετάνοια! Πόσους ἁμαρτωλούς, πόσους «εἰς χάος πεπτωκότας», πόσους ληστές, ἀσώτους, πόρνους, ἀδίκους κ.ἄ δέν ἔσωσε καί κατέστησε οἰκείους Θεοῦ, συγκληρονόμους Χριστοῦ, ἀκόμη καί θεοφόρους και ἁγίους, οἰκιστάς καί πολίτας τῆς «ἄνω πόλεως», τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!.. Μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται ὁ Πανάγιος Θεός, ὅσο μέ τή μετάνοια, τή διόρθωση κα ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου, τή σωτηρία του, ἀφοῦ γιά τό σκοπό αὐτό λέχθηκαν τά πάντα καί δόθηκαν ὅλα τά μυστήρια! Αὐτό μᾶς ὑπογραμμίζει σέ μία ὑπέροχη ὁμιλία του ὁ φωστήρας τῆς Ναζιανζοῦ καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ «ἄριστος Θεολόγος», ἅγιος Γρηγόριος: «Οὐδενί τοσοῦτον χαίρει ὁ Θεός, ὅσον ἀνθρώπου διορθώσει καί σωτηρίᾳ, ὑπέρ οὗ ὁ λόγος ἅπας καί ἅπαν μυστήριον»… [1]
Ὁ ἴδιος κορυφαῖος, ἐμπειρικός θεολόγος θά μᾶς συμβουλεύσει, μέσα στά πλαίσια τῆς ἀναπτύξεως τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, να βροῦμε (ἐντός μας) τόν πρῶτο Ἀδάμ, πρᾶγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ τή λεγομένη ἀναμόρφωσή μας στό «πρωτόκτιστον κάλλος», γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο τά τροπάρια τοῦ Τριωδίου καί νά μή μείνουμε αὐτό πού εἴμαστε, ἀλλά νά γίνουμε αὐτό πού κάποτε εἴμασταν: «Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ᾿ ὅπερ ἦμεν γενώμεθα». [2]
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ μετάνοια ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο, «καινόν ποιεῖ», τόν καθιστᾶ ἀναγεννημένο δοχεῖο τῆς Θείας ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νέον ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ, ὅπως διαβάζουμε στή Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν: «Ὅταν γάρ καταλείψῃ ἄνθρωπος τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ καί ἐπιστρέψῃ πρός τόν Θεόν, ἡ μετάνοια αὐτοῦ ἀναγεννᾷ αὐτόν καί ὅλον καινόν ποιεῖ». [3]
Ἀλλά ἀς δοῦμε πῶς ὁρίζεται ἡ μετάνοια στό πνευματικότατο καί λίαν ὠφέλημο γιά κληρικούς καί λαϊκούς βιβλίο, πού λέγεται «Κλίμαξ», ἀπό τόν συγγραφέα του, ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη. Ὁ ὅσιος Πατήρ, στον Ε΄ λόγο του περί μετανοίας, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστής τῆς ταπεινώσεως… Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως∙ ἀμεριμνισία γιά ὅλα τά ἄλλα καί μέριμνα γιά τή σωτηρία…Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας… Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μέ τόν Κύριο, μέ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρός τά παραπτώματά μας…»[4]
Εἶναι κατανοητά τά ἀνωτέρω καί δέν χρειάζονται περραιτέρω κάποια ἐπεξήγηση. Ὡστόσο, θά σταθοῦμε λίγο σέ μιά φράση τοῦ ὡς ἄνω κειμένου, αὐτήν πού ἀναφέρει ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι συμφιλίωση μέ τόν Κύριο. Ἡ συμφιλίωση μέ τόν Θεό, ἡ λεγομένη «καταλλαγή», δέν ἑρμηνεύεται δικανικά καί ἀνθρωπολογικά, οὔτε λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου ὅταν αὐτός ἁμαρτάνει. Αὐτό ἀποτελεῖ φρόνημα, δόγμα, διδασκαλία τῶν παπικῶν.
Ἡ δυτική θεολογία, ἔχοντας διαμορφώσει τή νομική θεώρηση τῆς ἁμαρτίας ὡς προσβολῆς τῆς «δικαιϊκῆς τάξεως» καί τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ», διδάσκει τή βλάσφημη θεωρία περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης, ὅπως αὐτή διατυπώνεται στό ἔργο τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας (11ος αἰ.) «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Ἐκεῖ, λοιπόν, στό δυτικό χῶρο, ἡ ἁμαρτία ἐκλαμβάνεται δικανικά καί θεωρεῖται δικαιικά ὡς παράβαση (καί μόνο) τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καί ἑπομένως ἡ μετάνοια, κατ᾿ αὐτούς, συνιστᾶ ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ καί ἀποκατάστασή του.
Ἡ ὑπερτάτη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ σταυροῦ, σύμφωνα μέ τήν περί ἱκανοποιήσεως θεωρία, ὡς μία «ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση», ἀπεκατέστησε ἀντικειμενικά τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας καί αὐτό ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς ὀρθή θεολογία, ἀλλά γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι μιά τελείως ξένη θεωρία πρός τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅπου σαφέστατα διακηρύσσεται τό μήνυμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ὑπέρ ἡμῶν ἔπαθεν»… Αὐτά , περί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς σωτηρίας ἰσχύουν στήν ἐκπεσοῦσα Δύση.[5] Καί οἱ συνέπειές τους, ἀνάλογες…
Ἀντίθετα, στό χώρο τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, τά πράγματα εἶναι διαφορετικά, καθ᾿ ὅσον, ἐδῶ, ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ὡς ἀσθένεια τῆς φύσεώς μας, ὅπως τό ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες στά συγγράμματά τους καί ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, γράφοντα ὅτι: «Νενόσηκεν ἡ φύσις ἡμῶν τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ»[6].
Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀστοχία, νέκρωση, ἀμαύρωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», ἀποτυχία πραγματώσεως τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἀλλά κυρίως ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία διά τῆς ἁμαρτίας σκοτίζεται καί μεταφέρει ἔπειτα αὐτόν τό σκοτασμό σέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, πού διασπᾶται καί τραυματίζεται…
Καί ὡς ἐκ τούτου, μετάνοια εἶναι ἡ θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς ψυχῆς, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἐαυτό του ἐσωτερικά, ἡ ἐπαναπόκτηση τῆς «ἑνοείδειας», τήν ὁποία διέθετε προπτωτικά. Καί αὐτό πραγματώνεται στά πλαίσια μιᾶς συνεχοῦς πορείας τῆς ἁγωνιζομένης ψυχῆς, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, μέσα στήν περιρρέουσα πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι πύλη, ἀλλά εἶναι ὁδός.
Σέ σχέση τώρα μέ τόν Θεό, ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ διάρρηξη τῆς κοινωνίας καί σχέσεως μαζί Του. Πρόκειται γιά μία ὀντολογική ἀλλοτρίωση τῶν λογικῶν ὄντων, γιά μία πορεία τους πρός τό μή ὄν, πρός τόν μηδενισμό, ἀφοῦ ὁ εἰσηγητής τῆς ἁμαρτίας, διάβολος, ἐπιδιώκει αὐτόν τόν μηδενισμό «τήν τῶν ὄντων ἀπογένεσιν», ὅπως θά σημειώσει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[7].
Αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ «Θείου καλλιτεχνήματος» καί ἡ νέκρωσή του ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς, «θλίβει τόν Θεό», ὅπως λέμε ἀνθρωποπαθῶς, ἀλλά δέν τόν καθιστᾶ ποτέ ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου! Δέν ἀλλάζει ποτέ τίς διαθέσεις Του ὁ Θεός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, οὔτε ὀργίζεται ἐναντίον του, παρόλο πού παιδαγωγικά αὐτό τό βλέπουμε νά διατυπώνεται σέ βιβλικά καί πατερικά κείμενα. Ὁ Θεός εἶναι ἄτρεπτος καί ἀναλλοίωτος, δέν ἐχθρεύεται ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἀντίθετα μέ τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄριστα τό διατυπώνει ὁ θειότατος διδάσκαλος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐκ ἐστιν Ἐκεῖνος ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ᾿ ἡμεῖς∙ ὁ Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».[8]
Μέ τή σωτήριο μετάνοια, λοιπόν, κατά τά προειρημένα χρυσά διδάγματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποίο διά τῆς ἁμαρτίας ἀπομακρύνθηκε καί πορεύθηκε στό μή ὄν, στόν ψυχικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια. Πῶς γίνεται δέ, αὐτή ἡ ἐπανάκαμψη πρός τόν Θεό; Γίνεται μέσω μίας διαδικασίας τήν ὁποία προβλέπει ἡ φιλόστοργη Μητέρα, ἡ Ἐκλησία μας.
Θά πρέπει πρωτίστως νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ μυστήριο καί μάλιστα «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ. Βεβαίως, ἐμεῖς συνηθίζουμε νά λέμε: «τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως» καί αὐτό εἶναι κάπως ἐλλιπές, διότι ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ μόνο ἕνα τμῆμα (πολύ σημαντικό φυσικά) τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς μετανοίας, τό ὁποῖο περιλαμβάνει, ὅπως θά δοῦμε, καί ἄλλα μέρη.
Μέσα στή μετάνοια, βεβαίως, ἐντάσσεται και ἡ ἐξομολόγηση (= ὁμολογῶ ἔξω), ἡ ἐξαγόρευση τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό. Ἀπό τή γνωστή σέ ὅλους μας Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ διδασκόμαστε ὅτι τό μυστήριο τῆς μετανοίας περιλαμβάνει τέσσερα στάδια. Ὁ ἄσωτος, κατά πρῶτο λόγο, μέσα στήν τραγικότητα τῆς ἀποστασίας του «ἦλθε εἰς ἑαυτόν».
Πρῶτο στάδιο, λοιπόν, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του (ἀφοῦ μέ τήν ἁμαρτία διασπᾶται ἡ «ἑνοείδεια», ἡ πρό τῆς ἁμαρτίας ἑνωμένη προσωπικότητά του) καί ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας. Στή συνέχεια, ὅπως βλέπουμε στήν εὐαγγελική Παραβολή, ὁ ἄσωτος ἀποφασίζει νά γυρίσει «ἐν μετανοίᾳ» στόν πατέρα του, στήν οἰκία τήν πατρική.
Εἶναι τό δεύτερο στάδιο, ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς. Κατόπιν, ὁ ἀποστάστης ἔρχεται στόν εὔσπλαγχνο πατέρα καί λέγει τά γνωστά καί συνταρακτικά ἐκείνα λόγια: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου…» Αὐτό εἶναι τό τρίτο στάδιο, ἡ ἐξομολόγηση. Καί τέλος, ὁ Ἄσωτος τῆς Παραβολῆς, λαμβάνει τή συγχώρηση ἀπό τόν εὔσπλαγχνο πατέρα, τό ὁποῖο λαμβάνει χώρα στήν περίπτωση τοῦ κάθε μετανοοῦντος ἀνθρώπου, καί αὐτό ἀποτελεῖ τό τέταρτο στάδιο τῆς μετανοίας.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο καί τά ἀνωτέρω στάδια ἐκδιπλώνεται ἐνώπιόν μας αὐτό τό μέγιστο καί σωτήριο μυστήριο τῆς μετανοίας, στήν ὁποία μονίμως μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ἰδιαιτέρως κατά τήν περίοδο τοῦ τριωδίου, ὅπως εἴπαμε.
Πῶς, ὅμως, βιώνεται ἡ μετάνοια; Ὡς νέκρωση και ταυτόχρονα ἀνάσταση! Ὡς μία πλήρης κατάδυση μέσα στό βάπτισμα, θά λέγαμε, τῆς ζωῆς αὐτῆς καί μία ἀνάσταση στήν καινή ζωή…Αὐτό βλέπουμε στήν Παραβολή τοῦ Ἀσώτου, ὁ ὁποῖος «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε».
Ἄν δέν βιώσουμε ἔτσι τή μετάνοια, ἀλλά μείνουμε ἁπλῶς στήν ἐξωτερική περιστολή κάποιων κακῶν συνηθειῶν καί στήν προσωρινή στροφή τοῦ πηδαλίου τῆς ὑπάρξεώς μας πρός μία ἄλλη κατεύθυνση, τότε δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ στό ἐσώτερο εἶναι μας τό μεγαλεῖο τῆς μετανοίας, ὅπως τό αἰσθάνθηκαν τόσοι καί τόσοι μετανοοῦντες, οἱ ὁποίοι ἀναφέρονται στά ἱερά εὐαγγέλια καί τά Πατερικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ στενότητα τοῦ χώρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά μακρυγορήσουμε, μέ τή χρήση παραδειγμάτων, ἀναφερόμενοι στά πρόσωπα τῆς μετανοίας, στούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή ἐκφράζεται, στίς στάσεις καί τούς λόγους τῆς μετανοίας κ.ἄ.
Εἶναι ἀνάγκη, πάντως, νά κατανοήσουμε ὅτι γιά κάθε ἄνθρωπο, εἴτε ζεῖ στίς καταστάσεις τῆς μεγαλύτερης ἁμαρτίας, εἴτε βιώνει τίς ὑψηλές καί οὐράνιες ἐμπειρίες, ἡ μετάνοια εἶναι τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο, τό προσδιοριστικό τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
Εἴθε μέσα στήν κατανυκτική αὐτή περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μέ τίς τόσες πνευματικές εὐκαιρίες, στίς ὁποῖες εἶναι ἐκτεθειμένη ἡ ψυχή τοῦ καθενός μας, νά βιώσουμε ὅσο γίνεται τήν σωτήριο μετάνοια, ὡς ἀνάσταση τῆς ψυχῆς, ὡς ἐπώδυνο ἀντίκρυσμα τῆς ἀλήθειας, ὡς πορεία τῆς ἐσώτερης ὑπάρξεώς μας πρός τόν ὑπερβατικό κόσμο καί ὡς αἴσθηση τῆς μυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.
[1] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔργα, ΕΠΕ 5, 112.
[2] ὅπ. π., σ. 72.
[3] Ἀββᾶς Ἠσαΐας. Βλ. Π. Β. Πάσχου, Ἀγωνία και κατάνυξη, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας (Γ΄), σελ. 135.
[4] Βλ. «ΚΛΙΜΑΞ» Ἰω. Σιναΐτου, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, σ. 118-119.
[5] Βλ. ἡμετέρα μελέτη «Παράδεισος καί Κόλαση», Κεφ. 5ο, ὅπου γίνεται λόγος διεξοδικότερα περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῶν παπικῶν.
[6] Βλ. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἀμάρτημα, ἐκδ. Δόμος (Β΄), σ. 168.
[7] Βλ. Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων, MPG.90, 644 BC: «Ὅτι τήν εἰς τό μή ὄν ἀπογένεσιν δέξασθαι τήν τῶν γεγονότων φύσιν προσδοκῶν ὁ διάβολος, ἠγωνίσατο τῆς θείας ἐντολῆς παραβάτην δεῖξαι τόν ἄνθρωπον».[8] ΕΠΕ 61, 478.
«Μετανοίας ὁ καιρός∙ προσέρχομαί σοι τῷ Πλαστουργῷ μου∙ ἆρον τόν κλοιόν ἀπ᾿ ἐμοῦ τόν βαρύν, τόν τῆς ἁμαρτίας, καί ὡς εὔσπλαγχνός μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».
Τό ἀνωτέρω ἱερό ὑμνολόγημα εἶναι ἕνα ἀπό τά 250 τροπάρια τοῦ γνωστοῦ καί λίαν κατανυκτικοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πολύστροφο λειτουργικό ποίημα σπανίας τέχνης καί βαθυτάτης πνευματικῆς ἐμπειρίας καί ψάλλεται στούς ναούς κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Στό τροπάριο αὐτό, βλέπουμε τόν ἐμπνευσμένο μελωδό, ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης (+740 μ.Χ.) νά ἐκφράζει τήν ἐκ μυχίων καρδίας ταπείνωσή του καί τήν ὁλόθερμη μετάνοιά του (καίτοι ἅγιος καί θεοφόρος) καί νά μᾶς διδάσκει μέ τό ἀπαράμιλλο ποιητικό του τάλαντο τή μεγίστη ἀξία τῆς ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ἀρετή καί ἔννοια ἡ ὁποία διήκει καί διέπει ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική, ὀθόδοξη ζωή.
«Μετανοίας ὁ καιρός»!
Μέσα στήν κατανυκτική περίοδο τοῦ Τριωδίου καί κυρίως στόν κορμό της πού εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ πνευματική αὐτή παλαίστρα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἰδιάζον στοιχεῖο, ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἀρετή τήν ὁποία καλούμαστε ὅλοι νά ἀσκήσουμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις, ὥστε να οἰκειωθοῦμε τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά προετοιμαστοῦμε στήν ὑποδοχή τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀχράντων Παθῶν και τῆς Λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, μέσα ἀπό τήν προβλεπομένη διαδικασία τοῦ ψυχικοῦ καθαρμοῦ, εἶναι ἡ ἀρετή τῆς μετανοίας.
Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι ἡ μετάνοια! Πόσους ἁμαρτωλούς, πόσους «εἰς χάος πεπτωκότας», πόσους ληστές, ἀσώτους, πόρνους, ἀδίκους κ.ἄ δέν ἔσωσε καί κατέστησε οἰκείους Θεοῦ, συγκληρονόμους Χριστοῦ, ἀκόμη καί θεοφόρους και ἁγίους, οἰκιστάς καί πολίτας τῆς «ἄνω πόλεως», τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!.. Μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται ὁ Πανάγιος Θεός, ὅσο μέ τή μετάνοια, τή διόρθωση κα ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου, τή σωτηρία του, ἀφοῦ γιά τό σκοπό αὐτό λέχθηκαν τά πάντα καί δόθηκαν ὅλα τά μυστήρια! Αὐτό μᾶς ὑπογραμμίζει σέ μία ὑπέροχη ὁμιλία του ὁ φωστήρας τῆς Ναζιανζοῦ καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ «ἄριστος Θεολόγος», ἅγιος Γρηγόριος: «Οὐδενί τοσοῦτον χαίρει ὁ Θεός, ὅσον ἀνθρώπου διορθώσει καί σωτηρίᾳ, ὑπέρ οὗ ὁ λόγος ἅπας καί ἅπαν μυστήριον»… [1]
Ὁ ἴδιος κορυφαῖος, ἐμπειρικός θεολόγος θά μᾶς συμβουλεύσει, μέσα στά πλαίσια τῆς ἀναπτύξεως τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, να βροῦμε (ἐντός μας) τόν πρῶτο Ἀδάμ, πρᾶγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ τή λεγομένη ἀναμόρφωσή μας στό «πρωτόκτιστον κάλλος», γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο τά τροπάρια τοῦ Τριωδίου καί νά μή μείνουμε αὐτό πού εἴμαστε, ἀλλά νά γίνουμε αὐτό πού κάποτε εἴμασταν: «Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ᾿ ὅπερ ἦμεν γενώμεθα». [2]
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ μετάνοια ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο, «καινόν ποιεῖ», τόν καθιστᾶ ἀναγεννημένο δοχεῖο τῆς Θείας ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νέον ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ, ὅπως διαβάζουμε στή Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν: «Ὅταν γάρ καταλείψῃ ἄνθρωπος τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ καί ἐπιστρέψῃ πρός τόν Θεόν, ἡ μετάνοια αὐτοῦ ἀναγεννᾷ αὐτόν καί ὅλον καινόν ποιεῖ». [3]
Ἀλλά ἀς δοῦμε πῶς ὁρίζεται ἡ μετάνοια στό πνευματικότατο καί λίαν ὠφέλημο γιά κληρικούς καί λαϊκούς βιβλίο, πού λέγεται «Κλίμαξ», ἀπό τόν συγγραφέα του, ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη. Ὁ ὅσιος Πατήρ, στον Ε΄ λόγο του περί μετανοίας, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστής τῆς ταπεινώσεως… Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως∙ ἀμεριμνισία γιά ὅλα τά ἄλλα καί μέριμνα γιά τή σωτηρία…Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας… Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μέ τόν Κύριο, μέ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρός τά παραπτώματά μας…»[4]
Εἶναι κατανοητά τά ἀνωτέρω καί δέν χρειάζονται περραιτέρω κάποια ἐπεξήγηση. Ὡστόσο, θά σταθοῦμε λίγο σέ μιά φράση τοῦ ὡς ἄνω κειμένου, αὐτήν πού ἀναφέρει ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι συμφιλίωση μέ τόν Κύριο. Ἡ συμφιλίωση μέ τόν Θεό, ἡ λεγομένη «καταλλαγή», δέν ἑρμηνεύεται δικανικά καί ἀνθρωπολογικά, οὔτε λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου ὅταν αὐτός ἁμαρτάνει. Αὐτό ἀποτελεῖ φρόνημα, δόγμα, διδασκαλία τῶν παπικῶν.
Ἡ δυτική θεολογία, ἔχοντας διαμορφώσει τή νομική θεώρηση τῆς ἁμαρτίας ὡς προσβολῆς τῆς «δικαιϊκῆς τάξεως» καί τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ», διδάσκει τή βλάσφημη θεωρία περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης, ὅπως αὐτή διατυπώνεται στό ἔργο τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας (11ος αἰ.) «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Ἐκεῖ, λοιπόν, στό δυτικό χῶρο, ἡ ἁμαρτία ἐκλαμβάνεται δικανικά καί θεωρεῖται δικαιικά ὡς παράβαση (καί μόνο) τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καί ἑπομένως ἡ μετάνοια, κατ᾿ αὐτούς, συνιστᾶ ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ καί ἀποκατάστασή του.
Ἡ ὑπερτάτη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ σταυροῦ, σύμφωνα μέ τήν περί ἱκανοποιήσεως θεωρία, ὡς μία «ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση», ἀπεκατέστησε ἀντικειμενικά τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας καί αὐτό ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς ὀρθή θεολογία, ἀλλά γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι μιά τελείως ξένη θεωρία πρός τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅπου σαφέστατα διακηρύσσεται τό μήνυμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ὑπέρ ἡμῶν ἔπαθεν»… Αὐτά , περί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς σωτηρίας ἰσχύουν στήν ἐκπεσοῦσα Δύση.[5] Καί οἱ συνέπειές τους, ἀνάλογες…
Ἀντίθετα, στό χώρο τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, τά πράγματα εἶναι διαφορετικά, καθ᾿ ὅσον, ἐδῶ, ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ὡς ἀσθένεια τῆς φύσεώς μας, ὅπως τό ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες στά συγγράμματά τους καί ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, γράφοντα ὅτι: «Νενόσηκεν ἡ φύσις ἡμῶν τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ»[6].
Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀστοχία, νέκρωση, ἀμαύρωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», ἀποτυχία πραγματώσεως τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἀλλά κυρίως ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία διά τῆς ἁμαρτίας σκοτίζεται καί μεταφέρει ἔπειτα αὐτόν τό σκοτασμό σέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, πού διασπᾶται καί τραυματίζεται…
Καί ὡς ἐκ τούτου, μετάνοια εἶναι ἡ θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς ψυχῆς, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἐαυτό του ἐσωτερικά, ἡ ἐπαναπόκτηση τῆς «ἑνοείδειας», τήν ὁποία διέθετε προπτωτικά. Καί αὐτό πραγματώνεται στά πλαίσια μιᾶς συνεχοῦς πορείας τῆς ἁγωνιζομένης ψυχῆς, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, μέσα στήν περιρρέουσα πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι πύλη, ἀλλά εἶναι ὁδός.
Σέ σχέση τώρα μέ τόν Θεό, ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ διάρρηξη τῆς κοινωνίας καί σχέσεως μαζί Του. Πρόκειται γιά μία ὀντολογική ἀλλοτρίωση τῶν λογικῶν ὄντων, γιά μία πορεία τους πρός τό μή ὄν, πρός τόν μηδενισμό, ἀφοῦ ὁ εἰσηγητής τῆς ἁμαρτίας, διάβολος, ἐπιδιώκει αὐτόν τόν μηδενισμό «τήν τῶν ὄντων ἀπογένεσιν», ὅπως θά σημειώσει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[7].
Αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ «Θείου καλλιτεχνήματος» καί ἡ νέκρωσή του ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς, «θλίβει τόν Θεό», ὅπως λέμε ἀνθρωποπαθῶς, ἀλλά δέν τόν καθιστᾶ ποτέ ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου! Δέν ἀλλάζει ποτέ τίς διαθέσεις Του ὁ Θεός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, οὔτε ὀργίζεται ἐναντίον του, παρόλο πού παιδαγωγικά αὐτό τό βλέπουμε νά διατυπώνεται σέ βιβλικά καί πατερικά κείμενα. Ὁ Θεός εἶναι ἄτρεπτος καί ἀναλλοίωτος, δέν ἐχθρεύεται ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἀντίθετα μέ τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄριστα τό διατυπώνει ὁ θειότατος διδάσκαλος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐκ ἐστιν Ἐκεῖνος ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ᾿ ἡμεῖς∙ ὁ Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».[8]
Μέ τή σωτήριο μετάνοια, λοιπόν, κατά τά προειρημένα χρυσά διδάγματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποίο διά τῆς ἁμαρτίας ἀπομακρύνθηκε καί πορεύθηκε στό μή ὄν, στόν ψυχικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια. Πῶς γίνεται δέ, αὐτή ἡ ἐπανάκαμψη πρός τόν Θεό; Γίνεται μέσω μίας διαδικασίας τήν ὁποία προβλέπει ἡ φιλόστοργη Μητέρα, ἡ Ἐκλησία μας.
Θά πρέπει πρωτίστως νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ μυστήριο καί μάλιστα «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ. Βεβαίως, ἐμεῖς συνηθίζουμε νά λέμε: «τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως» καί αὐτό εἶναι κάπως ἐλλιπές, διότι ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ μόνο ἕνα τμῆμα (πολύ σημαντικό φυσικά) τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς μετανοίας, τό ὁποῖο περιλαμβάνει, ὅπως θά δοῦμε, καί ἄλλα μέρη.
Μέσα στή μετάνοια, βεβαίως, ἐντάσσεται και ἡ ἐξομολόγηση (= ὁμολογῶ ἔξω), ἡ ἐξαγόρευση τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό. Ἀπό τή γνωστή σέ ὅλους μας Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ διδασκόμαστε ὅτι τό μυστήριο τῆς μετανοίας περιλαμβάνει τέσσερα στάδια. Ὁ ἄσωτος, κατά πρῶτο λόγο, μέσα στήν τραγικότητα τῆς ἀποστασίας του «ἦλθε εἰς ἑαυτόν».
Πρῶτο στάδιο, λοιπόν, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του (ἀφοῦ μέ τήν ἁμαρτία διασπᾶται ἡ «ἑνοείδεια», ἡ πρό τῆς ἁμαρτίας ἑνωμένη προσωπικότητά του) καί ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας. Στή συνέχεια, ὅπως βλέπουμε στήν εὐαγγελική Παραβολή, ὁ ἄσωτος ἀποφασίζει νά γυρίσει «ἐν μετανοίᾳ» στόν πατέρα του, στήν οἰκία τήν πατρική.
Εἶναι τό δεύτερο στάδιο, ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς. Κατόπιν, ὁ ἀποστάστης ἔρχεται στόν εὔσπλαγχνο πατέρα καί λέγει τά γνωστά καί συνταρακτικά ἐκείνα λόγια: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου…» Αὐτό εἶναι τό τρίτο στάδιο, ἡ ἐξομολόγηση. Καί τέλος, ὁ Ἄσωτος τῆς Παραβολῆς, λαμβάνει τή συγχώρηση ἀπό τόν εὔσπλαγχνο πατέρα, τό ὁποῖο λαμβάνει χώρα στήν περίπτωση τοῦ κάθε μετανοοῦντος ἀνθρώπου, καί αὐτό ἀποτελεῖ τό τέταρτο στάδιο τῆς μετανοίας.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο καί τά ἀνωτέρω στάδια ἐκδιπλώνεται ἐνώπιόν μας αὐτό τό μέγιστο καί σωτήριο μυστήριο τῆς μετανοίας, στήν ὁποία μονίμως μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ἰδιαιτέρως κατά τήν περίοδο τοῦ τριωδίου, ὅπως εἴπαμε.
Πῶς, ὅμως, βιώνεται ἡ μετάνοια; Ὡς νέκρωση και ταυτόχρονα ἀνάσταση! Ὡς μία πλήρης κατάδυση μέσα στό βάπτισμα, θά λέγαμε, τῆς ζωῆς αὐτῆς καί μία ἀνάσταση στήν καινή ζωή…Αὐτό βλέπουμε στήν Παραβολή τοῦ Ἀσώτου, ὁ ὁποῖος «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε».
Ἄν δέν βιώσουμε ἔτσι τή μετάνοια, ἀλλά μείνουμε ἁπλῶς στήν ἐξωτερική περιστολή κάποιων κακῶν συνηθειῶν καί στήν προσωρινή στροφή τοῦ πηδαλίου τῆς ὑπάρξεώς μας πρός μία ἄλλη κατεύθυνση, τότε δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ στό ἐσώτερο εἶναι μας τό μεγαλεῖο τῆς μετανοίας, ὅπως τό αἰσθάνθηκαν τόσοι καί τόσοι μετανοοῦντες, οἱ ὁποίοι ἀναφέρονται στά ἱερά εὐαγγέλια καί τά Πατερικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ στενότητα τοῦ χώρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά μακρυγορήσουμε, μέ τή χρήση παραδειγμάτων, ἀναφερόμενοι στά πρόσωπα τῆς μετανοίας, στούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή ἐκφράζεται, στίς στάσεις καί τούς λόγους τῆς μετανοίας κ.ἄ.
Εἶναι ἀνάγκη, πάντως, νά κατανοήσουμε ὅτι γιά κάθε ἄνθρωπο, εἴτε ζεῖ στίς καταστάσεις τῆς μεγαλύτερης ἁμαρτίας, εἴτε βιώνει τίς ὑψηλές καί οὐράνιες ἐμπειρίες, ἡ μετάνοια εἶναι τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο, τό προσδιοριστικό τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
Εἴθε μέσα στήν κατανυκτική αὐτή περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μέ τίς τόσες πνευματικές εὐκαιρίες, στίς ὁποῖες εἶναι ἐκτεθειμένη ἡ ψυχή τοῦ καθενός μας, νά βιώσουμε ὅσο γίνεται τήν σωτήριο μετάνοια, ὡς ἀνάσταση τῆς ψυχῆς, ὡς ἐπώδυνο ἀντίκρυσμα τῆς ἀλήθειας, ὡς πορεία τῆς ἐσώτερης ὑπάρξεώς μας πρός τόν ὑπερβατικό κόσμο καί ὡς αἴσθηση τῆς μυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.
[1] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔργα, ΕΠΕ 5, 112.
[2] ὅπ. π., σ. 72.
[3] Ἀββᾶς Ἠσαΐας. Βλ. Π. Β. Πάσχου, Ἀγωνία και κατάνυξη, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας (Γ΄), σελ. 135.
[4] Βλ. «ΚΛΙΜΑΞ» Ἰω. Σιναΐτου, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, σ. 118-119.
[5] Βλ. ἡμετέρα μελέτη «Παράδεισος καί Κόλαση», Κεφ. 5ο, ὅπου γίνεται λόγος διεξοδικότερα περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῶν παπικῶν.
[6] Βλ. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἀμάρτημα, ἐκδ. Δόμος (Β΄), σ. 168.
[7] Βλ. Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων, MPG.90, 644 BC: «Ὅτι τήν εἰς τό μή ὄν ἀπογένεσιν δέξασθαι τήν τῶν γεγονότων φύσιν προσδοκῶν ὁ διάβολος, ἠγωνίσατο τῆς θείας ἐντολῆς παραβάτην δεῖξαι τόν ἄνθρωπον».[8] ΕΠΕ 61, 478.